«∆εν ξέρουν καθόλου πώς να κόβουν τα αλλαντικά… Μα δεν καταλαβαίνουν ότι ο τρόπος κοψίµατος επηρεάζει τη γεύση;;; Οι φέτες του προσούτο πρέπει να είναι λεπτές! Αλλιώς χάνεται η µισή απόλαυση!». Ο κύριος δίπλα µου, στην ουρά για τα τυριά στο σουπερµάρκετ, µε κοιτάζει έξαλλος. «∆εν το έχω προσέξει ποτέ αυτό, για να είµαι ειλικρινής», απαντάω απλά για να πω κάτι. Με αγνοεί. «Και, ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ, θα δοκιµάσω τώρα το τυρί. Θέλω να βρω µια γεύση που να ταιριάζει µε το προσούτο που διάλεξα – κι ας είναι απαράδεκτα κοµµένο!» (µπηχτή).
Τον παρατηρώ. Γύρω στα 70, πολύ φροντισµένος εµφανισιακά, αν και ντυµένος απλά, µε πολύ γουστόζικα αξεσουάρ. Υποψιάζοµαι ότι ασχολείται µε τη µόδα. Έχει αυτή τη φινέτσα, τη χαρακτηριστική.
Ξαφνικά µε κοιτάζει εξεταστικά, σαν να έχει µόλις αντιληφθεί την ύπαρξή µου. «1,74;», µε ρωτάει. Τον κοιτάζω απορηµένη. «1,74 είναι το ύψος σας;», διευκρινίζει, ξεχνώντας παντελώς το απαράδεκτο κόψιµο του προσούτο. «1,73», του απαντάω χαµογελώντας. «Ε, λόγω ζέστης, υπάρχει διαστολή. Μπορεί και να µακρύνατε λίγο!», µου λέει περήφανος για το αστειάκι του.
Έρχεται η σειρά του στον πάγκο. «Τα ψάλλει» και στην κυρία στα τυριά – θα έπρεπε να τους κάνουν µια στοιχειώδη εκπαίδευση γι’ αυτές τις δουλειές. ∆εν παίρνεις το µαχαίρι, κι όποιον πάρει ο Χάρος! (Ναι. Τελικά ΔΕΝ το έχει ξεχάσει.)
«Διαλέξτε το αγαπηµένο σας τυρί και πείτε τους να σας κόψουν ένα πολυυύ λεπτό κοµµάτι, για να δοκιµάσετε. Θα δείτε τη διαφορά!», µου λέει συνωµοτικά. «Ισχύει και για τα τυριά το κατάλληλο κόψιµο;», ρωτάω µε ειλικρινή περιέργεια. «Ισχύει ΚΑΙ για τα τυριά! Για τα αλλαντικά λίγο περισσότερο, βέβαια… Κάντε το, µην ντραπείτε!». «Θα το έχω υπ’ όψιν µου… σας ευχαριστώ», λέω και γυρνάω προς την κυρία στα τυριά, η οποία µε κοιτάζει έντροµη µήπως της βάλω κι εγώ τις φωνές, τώρα που είµαι πλέον µυηµένη στα µυστικά του κοψίµατος. «Θα κόψω εγώ µια λεπτή φέτα στο σπίτι, µην ανησυχείτε. Εσείς κόψτε κανονικά 350 γραµµάρια κεφαλογραβιέρα», της ψιθυρίζω γελώντας.
«Θα πάτε καθόλου διακοπές;», µε ρωτάει η κυρία, εις ένδειξιν ευγνωµοσύνης που ήµουν τόσο καλόβολη πελάτισσα. «Τον Αύγουστο θα πάω. Εσείς;». «Κι εγώ… Μετράω τις µέρες!», λέει προσπαθώντας να βρει ένα σηµείο ταύτισης (στα περί κοψίµατος δεν είχαµε τύχη).
«Κι εγώ τον Αύγουστο! Εµείς και τα τσιµέντα θα µείνουµε στην Αθήνα!», φωνάζει ο κύριος, ο οποίος στέκεται πλέον στην ουρά για το ταµείο, µόλις 3-4 µέτρα πιο πέρα. «Για πότε θα περάσει ο καιρός, ούτε που θα το καταλάβουµε…», προσπαθώ να δώσω σε όλους µας κουράγιο, που ξεµείναµε στην πόλη µε 42ÆC.
Στον δρόµο για το σπίτι, σκεφτόµουν ότι η παραµονή στην πόλη, σε συνθήκες καύσωνα, ενώ οι περισσότεροι βρίσκονται ήδη χαλαροί σε κάποιο νησί, κάποιο τουριστικό θέρετρο ή κάποιο δροσερό ορεινό χωριό, είναι ένα βουβό «βασανιστήριο» (ας είναι καλά τα social, που δεν µας αφήνουν ν’ αγιάσουµε). Θες να βρεις κάπου µια υποστήριξη, για να σου κρατήσει ψηλά το ηθικό.
Κάπως έτσι λειτούργησε για εµάς, τρεις ξεκάθαρα διαφορετικούς µεταξύ µας ανθρώπους, η συνάντηση στο σουπερµάρκετ. Ήταν η «αυτοσχέδια ψυχοθεραπεία» µας:
Ο κοτσονάτος κύριος βρήκε κάποιον για να γκρινιάξει, αλλά και κάποιον για να εντυπωσιάσει µε τις γνώσεις του – όπως, φαντάζοµαι, θα κάνει και τον υπόλοιπο χρόνο. Η κυρία στα τυριά έβρισε από µέσα της τον ιδιόρρυθµο πελάτη µε τις εξεζητηµένες απαιτήσεις – όπως, φαντάζοµαι, θα κάνει και τον υπόλοιπο χρόνο. Κι εγώ βρήκα θέµα για το editorial µέσα από άσχετο γεγονός – όπως, επιβεβαιωµένα, κάνω και τον υπόλοιπο χρόνο.
Αλλά, κυρίως, οι τρεις µας κάπως επικοινωνήσαµε, επιβεβαιώνοντας ότι βρίσκονται κι άλλοι στην ίδια κατάσταση µ’ εµάς. Δεν είµαστε µόνοι.
Άρα; Τα πράγµατα βαίνουν καλώς! Υφίσταται µια κανονικότητα. Αυτό το αίσθηµα είναι εξαιρετικά καθησυχαστικό. Γι’ αυτό και, υποσυνείδητα, ψάχνουµε µια αφορµή για να το νιώσουµε. Ας είναι κι οι κακο-κοµµένες φέτες του προσούτο.