«Είχα ανάγκη κάποια στιγµή να σταµατήσω να τρέχω και να αναρωτηθώ, πρώτον, γιατί τρέχω και, δεύτερον, αν µου αρέσει να τρέχω», µου λέει ο Μιχάλης Σαράντης στην κουβέντα µας σ’ αυτό το τεύχος. «Και γιατί τρέχεις; Το έχεις απαντήσει αυτό καθόλου στον εαυτό σου;», τον ρωτάω. «…Για να είµαστε και ειλικρινείς, τρέχω γιατί µε έµαθαν ότι “έτσι πρέπει” – όχι µόνο εµένα, όλους µας».
Το τρέξιµο ως κυριολεκτική έννοια είναι, κατά βάση, ευεργετικό. Κάνει καλό στην υγεία, σε κρατάει σε εγρήγορση, σε διατηρεί σε καλή φόρµα σωµατικά και ψυχολογικά – µέχρι ενός λογικού σηµείου. Όταν αρχίζει να ξεπερνά τα φυσιολογικά όρια και να γίνεται εµµονικά, χωρίς µέτρο και χωρίς την απαραίτητη προθέρµανση και αποθεραπεία αργότερα, µπορεί να σου κάνει ζηµιά. Σοβαρή ζηµιά, όχι αστεία.
Κάπως έτσι λειτουργεί και το άλλο «τρέξιµο», το καθηµερινό. Το να κάνεις πρωταθλητισµό στη ζωή και στη δουλειά είναι µεγάλη απόφαση – διότι, όπως και οι υψηλού επιπέδου αθλητές, σηµαίνει ότι θα επενδύσεις συνειδητά όλη την ενέργεια και τις δυνάµεις σου στην επίτευξη των στόχων σου, στερούµενος στιγµές µε οικογένεια και φίλους, χάνοντας καθηµερινές µικρές και µεγάλες χαρές, ενδεχοµένως και ανθρώπους.
Η διαφορά µεταξύ αθλητισµού και ζωής είναι µία. Αλλά εξαιρετικά κρίσιµη:
Στον αθλητισµό, ο πρωταθλητισµός έχει ηµεροµηνία λήξης – και σχετικά νωρίς. Θα κάνεις θυσίες µέχρι µια συγκεκριµένη ηλικία, και µετά… «ανάπαυση».
Στη ζωή και τη δουλειά, αυτό δεν έχει τελειωµό. Ακόµα κι αν καταφέρεις να πετύχεις τους υψηλούς σου στόχους, αµέσως µετά αρχίζει αυτόµατα ένας άλλος αγώνας, εκείνος της διατήρησης των κεκτηµένων σου. Διότι συνεχώς προκύπτουν νέα δεδοµένα, τα πάντα εκσυγχρονίζονται µε φρενήρεις ρυθµούς, κι εσύ καλείσαι να διαφυλάξεις όλα εκείνα για τα οποία δούλεψες, φροντίζοντας να µη σε προσπεράσουν οι εξελίξεις. Αυτό, τουλάχιστον, επιβάλλει η φιλοσοφία της σύγχρονης κοινωνίας µας.
Οπότε, ναι, θα συµφωνήσω µε τον Μιχάλη. Εν µέρει, έτσι µας έχουν µάθει – να τρέχουµε συνεχώς, λες και µόνο έτσι θα φτάσουµε ως άνθρωποι στην αυτοπραγµάτωση.
Ωστόσο, εδώ τίθεται ένα βασικό ερώτηµα: Έχει το τρέξιµο την ίδια αφετηρία για όλους; Τι είναι εκείνο που ωθεί τον καθένα στο να τρέχει καθηµερινά σαν τρελός;
Η εργατικότητα; Το φιλότιµο; («Έχουµε αναγάγει σε υπεραξία το φιλότιµο. Για µένα αυτό είναι καταστροφικό», µου λέει ο Βασίλης Φασιάς, το Βουνό του “The Chase”. Κι αυτό µάλλον πρέπει να µας προβληµατίσει σοβαρά…). Η επαγγελµατική καταξίωση; Η επαγγελµατική απαξίωση; Οι αυξηµένες οικονοµικές υποχρεώσεις; Η ανάγκη να αποδείξεις κάτι (ως επί το πλείστον, στους άλλους); Η προσπάθεια απόσπασης της προσοχής σου από όσα πραγµατικά σε απασχολούν και σε ζορίζουν;
Καθίσαµε ποτέ, µε ησυχία και µε ειλικρινή έγνοια για τον εαυτό µας, να αναρωτηθούµε αν µας αρέσει ο τρόπος µε τον οποίο εξελίσσεται η καθηµερινότητά µας; Αναλογιστήκαµε ποτέ το προσωπικό κόστος αυτού του ατελείωτου αγώνα δρόµου, που µας θέλει να τρέχουµε ασταµάτητα, αφήνοντάς µας στο τέλος της ηµέρας άδειους από ενέργεια και όρεξη για ζωή και κοινωνικοποίηση;
Δεν λειτουργούµε όλοι το ίδιο – προφανώς. Τα «πρέπει» της ψυχής του καθενός είναι διαφορετικά. Αλλά το τρέξιµο µε σπασµένα τα φρένα της ψυχικής µας αυτοσυντήρησης είναι εξίσου επικίνδυνο για όλους.
Η σκέψη «έξω από το κουτί» είναι το πρώτο και κρισιµότερο βήµα. Ίσως έτσι µπορέσουµε να δούµε καθαρά το φαινοµενικά αδιανόητο: ότι ψυχοσωµατικά είσαι σε µακράν καλύτερη φόρµα όταν σταµατήσεις πια να τρέχεις.