Ακόµα έχω στον νου µου ένα κοµµάτι του εαυτού µου ανέµελο να γυρνάει, σε ουρανούς να πετάει. Τι κι όλα αν έχουν αλλάξει, αυτό δεν µπαίνει σε τάξη στέκεται όρθιο, πολεµάει για όλα αυτά που αγαπάει.
Αυτό το τραγούδι των Stavento µε τον Δήµο Αναστασιάδη µού ήρθε στο µυαλό ξαναδιαβάζοντας την κουβέντα που κάναµε λίγες ηµέρες πριν µε τον Αντώνη Καρυστινό γι’ αυτό το τεύχος του “Plan Be”.
«Το χειρότερο δεν είναι να χάσεις, να πονέσεις ή να αποτύχεις. Το χειρότερο είναι να συνηθίσεις το κενό και να το πεις “ζωή”», µου λέει ο Αντώνης. Ο ίδιος είναι η ζωντανή απόδειξη τού ότι, αν θες πραγµατικά να ζήσεις µε τους δικούς σου όρους, πρέπει να είσαι έτοιµος να κάνεις την υπέρβαση, ξεκινώντας και πάλι απ’ το µηδέν.
Το «κενό» που αισθάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος έχει συζητηθεί πολύ – και δικαίως. Αλήθεια, πόσοι αισθανόµαστε πλήρεις από τη ζωή που ζούµε; Από τη ζωή που επιλέξαµε να ζούµε;
Μπορεί να σπεύσεις να δικαιολογηθείς, λέγοντας ότι τη ζωή σου τη διάλεξαν κάποιοι άλλοι για σένα – οι γονείς, η κοινωνία, η Ανάγκη… Κι εσύ; Τι κάνεις εσύ γι’ αυτό; Θα παραµείνεις δέσµιος µιας συνθήκης, η οποία δεν έχει να προσφέρει τίποτα στην ψυχή σου (κι ας προσφέρει, απλόχερα ή µη, υλικά αγαθά);
Όχι, τα ερωτήµατα αυτά δεν είναι φιλοσοφικά· είναι αυτο-διαγνωστικά. Λειτουργούν σαν ένα είδος τακτικού check-up ζωής. Και το κακό είναι ότι, ενώ είναι απαραίτητα για το συνολικό ευ ζην, στις πλείστες περιπτώσεις, όπως γίνεται και στα θέµατα υγείας, φτάνεις να τα κάνεις όταν πλέον έχει συµβεί κάτι σοβαρό, όταν αντιλαµβάνεσαι ότι αυτά που θεωρείς δεδοµένα µπορούν ν’ ανατραπούν ανά πάσα στιγµή.
Πολλές φορές, περπατώντας στον δρόµο, παρατηρώ τους ανθρώπους και προσπαθώ να µαντέψω αν νιώθουν ευτυχισµένοι. Έχω συνειδητοποιήσει, λοιπόν, το εξής: η καθηµερινότητα µάς έχει κάνει ανέκφραστους. Έχουµε όλοι την ίδια «κενή» έκφραση είτε κοιτώντας τη οθόνη του κινητού µας, είτε περιµένοντας το µετρό, είτε οδηγώντας στην Πανεπιστηµίου – να ’το, πάλι, το κενό.
«Και τι περιµένεις, Μαράκι; Να γελάει ο άλλος µόνος του, δίχως λόγο και αιτία;».
Όταν κάποιος είναι καλά µέσα του, «χαµογελάει» ολόκληρος, εκπέµπει κάτι φωτεινό – δεν χρειάζεται να είναι κυριολεκτικά µες την τρελή χαρά.
Έχω καιρό να συναντήσω έναν τέτοιον άνθρωπο. Και αναρωτιέµαι: Είµαστε ανέκφραστοι επειδή δεν είµαστε καλά; Είµαστε ανέκφραστοι επειδή η έκφραση οποιουδήποτε συναισθήµατος µάς κάνει να νιώθουµε εκτεθειµένοι; Ή είµαστε ανέκφραστοι επειδή δεν νιώθουµε τίποτα; Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι το χειρότερο.
Αυτό το κενό. Τόσο τροµακτικό, αλλά και τόσο γνώριµο (µη) συναίσθηµα.
Τι µπορείς να κάνεις γι’ αυτό; Δεν υπάρχει συνταγή. Για να είναι αποτελεσµατική µια «θεραπεία», πρέπει να είναι εξατοµικευµένη – ρώτα οποιονδήποτε γιατρό, το ίδιο θα σου πει. Για κάποιον µπορεί να είναι η αλλαγή επαγγελµατικού προσανατολισµού· για άλλον µια ειλικρινής κουβέντα µε τον άνθρωπό του για όσα τον ενοχλούν· για άλλον ένα coming out που θα τον απελευθερώσει· για άλλον µια µετακόµιση σε µια άλλη χώρα· για άλλον η ενασχόληση µε κάτι που έχει απωθηµένο από µικρός, έστω και ως χόµπι. Οτιδήποτε γεµίζει αυτό το αβάσταχτο κενό για τον καθένα.
Αξίζει να περάσεις τη ζωή σου µε ένα τέτοιο κενό στην ψυχή;
Το τραγούδι, ωστόσο, συνεχίζει: «Έχω κι εσένα, το πιο όµορφο ψέµα / τον έρωτα που είναι βουτιά στο κενό» – κι αυτό είναι ίσως το µοναδικό κενό που αξίζει να υποµείνεις.



Μαρία Λυσάνδρου