Μιχάλης Συριόπουλος | Συνέντευξεις - planbemag.gr
Plan Be Mag
Μιχάλης Συριόπουλος
Συνεντεύξεις

Μιχάλης Συριόπουλος: «Δεν είμαστε τόσο σημαντικοί και σπουδαίοι, όσο θέλουμε να δείχνουμε στον κόσμο – κάπου ώπα!»

Ο Μιχάλης Συριόπουλος είναι η προσωποποίηση της ευγένειας και της γλυκύτητας. Σε κοιτάζει με μάτια καθαρά, γελάει συχνά από αμηχανία, μιλάει ήρεμα, αλλά και δεν φοβάται να είναι ειλικρινής σχετικά με τα όσα τον προβληματίζουν γύρω του ή τον απωθούν. Ως «Αλέξανδρος Ντεσλόρ», στο "Grand Hotel" του ΑΝΤ1, ο Μιχάλης είναι η προσωποποίηση της ηθικής και του savoir vivre, καταφέρνοντας να κερδίσει τη συμπάθειά μας (και τη συμπαράστασή μας, ας τα λέμε όλα...), με την υπομονή, την ευαισθησία και την αυτοθυσία που εξακολουθεί να επιδεικνύει συμβιώνοντας με τους αμείλικτους Γαζήδες. Μιλήσαμε πολλή ώρα και το ευχαριστηθήκαμε – τόσο, που σχεδόν ξέχασα να πιω τον καφέ μου και να δοκιμάσω όλα αυτά που είχε βγάλει για να με φιλέψει. «Δεν έφαγες τίποτα... να σου βάλω μερικά να πάρεις μαζί; Είναι υπέροχα, μπορεί να θες να φας πιο μετά», μου είπε όταν πια είχαμε τελειώσει. Ε, δεν μπορεί να έγινε τηλεοπτικός Κόμης τυχαία.

Μαρία ΛυσάνδρουΜαρία Λυσάνδρου

Ο Μιχάλης Συριόπουλος είναι η προσωποποίηση της ευγένειας και της γλυκύτητας. Σε κοιτάζει με μάτια καθαρά, γελάει συχνά από αμηχανία, μιλάει ήρεμα, αλλά και δεν φοβάται να είναι ειλικρινής σχετικά με τα όσα τον προβληματίζουν γύρω του ή τον απωθούν. Ως «Αλέξανδρος Ντεσλόρ», στο “Grand Hotel” του ΑΝΤ1, ο Μιχάλης είναι η προσωποποίηση της ηθικής και του savoir vivre, καταφέρνοντας να κερδίσει τη συμπάθειά μας (και τη συμπαράστασή μας, ας τα λέμε όλα…), με την υπομονή, την ευαισθησία και την αυτοθυσία που εξακολουθεί να επιδεικνύει συμβιώνοντας με τους αμείλικτους Γαζήδες. Μιλήσαμε πολλή ώρα και το ευχαριστηθήκαμε – τόσο, που σχεδόν ξέχασα να πιω τον καφέ μου και να δοκιμάσω όλα αυτά που είχε βγάλει για να με φιλέψει. «Δεν έφαγες τίποτα… να σου βάλω μερικά να πάρεις μαζί; Είναι υπέροχα, μπορεί να θες να φας πιο μετά», μου είπε όταν πια είχαμε τελειώσει. Ε, δεν μπορεί να έγινε τηλεοπτικός Κόμης τυχαία.

Είναι εύκολο για ένα άτομο με τόσες ευαισθησίες, αλλά και τη συστολή που έχεις εσύ ως άνθρωπος, να «σταθεί» και να διαπρέψει σε ένα τόσο ανταγωνιστικό χώρο όπως ο καλλιτεχνικός;

Το «να διαπρέψει» είναι πάρα πολύ σχετικό σε ένα χώρο που δεν χωράει και πολλές ευαισθησίες…

Εγώ, τουλάχιστον, δεν δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα. Αυτό το επάγγελμα έχει πολλούς δρόμους για να επιλέξεις· ο δρόμος που επέλεξα εγώ είναι να μιλάω κυρίως μέσα από τη δουλειά μου. Φέτος, για πρώτη φορά, άρχισα να απολαμβάνω και το λεγόμενο PR, το οποίο παλαιότερα απεχθανόμουν.

Και γιατί αυτό;

Γιατί πίστευα ότι είναι ένας άλλος κόσμος, το μπέρδευα πολύ με την ηθική, έλεγα «τι δουλειά έχω εγώ να παρευρίσκομαι σε τέτοιες εκδηλώσεις;». Θα σου το πω και διαφορετικά: πώς να προσέξεις την εικόνα σου και να είσαι λαμπερός όταν, ειδικά στην αρχή, δεν έχεις χρήματα ούτε για να περάσεις;

Όσο μεγαλώνω, βλέπω ότι και αυτό το κομμάτι είναι όμορφο και, με ένα τρόπο, είναι μέρος της δουλειάς.

Έτσι κι αλλιώς, και σ’ αυτό το κομμάτι μπορείς να κάνεις επιλογές – πού θα μιλήσεις, τι θα πεις. Διότι, κακά τα ψέματα, κι αυτό το άκριτο, το να είσαι συνέχεια παντού, τελικά δεν είναι και το καλύτερο…

Εμένα με θυμώνει και, την ίδια στιγμή, με τρομάζει το άκριτο, το να βλέπεις, κατά περιόδους, κάποιους ανθρώπους να είναι παντού. Αυτό αποδεικνύεται πυροτέχνημα.

Θεωρώ ότι η δουλειά μου είναι μαραθώνιος, όχι κατοστάρι. Μ’ ενδιαφέρει το «σκαλί-σκαλί», όχι το να υπάρχω για λίγο παντού, και μετά να εξαφανιστώ. Θα ήθελα να γεράσω με αυτό το επάγγελμα, να υπάρχει διάρκεια και συνεχής εξέλιξη – να υπάρχουν συνεχείς μικρές «νίκες».

Ποιο είναι το βασικότερο πράγμα που σου έχει διδάξει η μέχρι στιγμής πορεία σου; Ότι η σκληρή δουλειά κάνει τη διαφορά; Ότι τα πάντα είναι θέμα timing; Ότι πρέπει να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου;

Κοίταξε να δεις… θεωρώ ότι δεν υπάρχει συνταγή επιτυχίας. Ο καθένας χαράζει τον δικό του δρόμο.

Εγώ, στα 39 μου πια (με τρόμο το λέω!), επιλέγω συνειδητά να είμαι ευγενικός, να πηγαίνω στη δουλειά διαβασμένος, να είμαι στην ώρα μου, να σέβομαι τη δουλειά των υπολοίπων, να απαιτώ πράγματα όταν πρέπει, με τον τρόπο μου… Το αντίθετο δεν το αντέχω: την αγένεια, την ασυνέπεια, το να είναι ο άλλος αδιάβαστος και, την ίδια στιγμή, ένας τέτοιος άνθρωπος να θεωρείται «πρωταγωνιστής». Για μένα, «πρωταγωνιστής» είναι αυτός που αγωνίζεται πρώτος. Δεν ξέρω αν είμαι ντεμοντέ μ’ αυτά που λέω…

Μιχάλης Συριόπουλος

Photo Credits: Θεόφιλος Τσίμας

Σ’ ακούω και σκέφτομαι πόσο σου ταιριάζει, τελικά, ο ρόλος του Αλέξανδρου Ντεσλόρ στο “Grand Hotel”… (γέλια)

Μου ταιριάζει πολύ, είναι αλήθεια αυτό! Εγώ έτσι πορεύομαι.

Ξέρεις, σ’ αυτά τα 19 χρόνια που κάνω πια αυτή τη δουλειά, πολλές φορές αυτό παρεξηγείται. Πολύ εύκολα μπορεί να σε περάσουν για χαζό, για μαλάκα… Εγώ, όμως, επιλέγω συνειδητά αυτόν τον δρόμο – όχι από φόβο, αλλά από πίστη ότι κάνω πολιτισμό. Δεν μπορεί να έχεις αυτή τη στάση μετά το «3, 2, 1, πάμε!», και όλο το προηγούμενο να είναι απολίτιστο!

Δεν ξέρω αν θα γίνω ποτέ «πρώτο όνομα» με αυτά τα υλικά. Γιατί, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, με αυτά τα υλικά πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να σε βάλει στη δεύτερη γραμμή, και να βάλει στην πρώτη κάποιον που θα διεκδικήσει τη θέση με μεγαλύτερη αγένεια.

Πώς ορίζει, όμως, κανείς το «πρώτο όνομα»; Είναι μόνο εκείνος που έχει τις περισσότερες ατάκες ή (και) εκείνος που είναι σοβαρός επαγγελματίας, ο οποίος επιλέγεται επειδή θα συμβάλει ουσιαστικά σε ένα ποιοτικό αποτέλεσμα – κι ας μην έχει τις περισσότερες ατάκες;

Σ’ αυτό ελπίζω και ποντάρω. Κι αυτό θα σου το πω μετά από πολλή ψυχοθεραπεία: μεγαλώνοντας, με ενδιαφέρει να λένε «Ο Μιχάλης… καλός άνθρωπος και καλός ηθοποιός», όχι απλά «καλός ηθοποιός».

Ξέρω ότι έχεις μεγαλώσει σε πολύτεκνη οικογένεια, είστε πέντε αδέλφια. Αυτό μπορεί να έχει παίξει κάποιο ρόλο – το ότι έχεις μεγαλώσει μαθαίνοντας από νωρίς να σέβεσαι τον χώρο του άλλου, να συνυπάρχεις με πολλούς και να μοιράζεσαι…

Αν με ρωτάς, αυτό θα ήθελα να υπάρχει λιγότερο μέσα μου. Εγώ δεν έχω απλά ενσυναίσθηση – την «κατάπια» από μικρός! Αυτό, δηλαδή, το «να μη φάω αυτό που μου αρέσει για να περισσέψει, για να φάνε και οι υπόλοιποι τέσσερις», παλεύω να το αποβάλω, για να υπάρξει κάπου κι ένα «εγώ».

Αλλά ναι: η πολύτεκνη οικογένεια έχει πολλά ωραία, αλλά και πολλά δύσκολα. Εγώ στα 27 μου απέκτησα δικό μου χώρο, δική μου ντουλάπα, δικό μου κρεβάτι. Και η ησυχία, επίσης, είναι υπέροχη! (γέλια)

Μου είπες ότι σκέφτεσαι τα 39 με τρόμο. Σε αγχώνει ο χρόνος που περνάει;

Ναι, με αγχώνει, γιατί ξέρω ότι στο τέλος δεν έχει έπαθλο – έχει μόνο «ησυχία» και χώμα! (γέλια) Θέλω να μου υπενθυμίζω συχνά ότι υπάρχει ένα τέλος στα πράγματα, για να μην έχω ωχαδερφισμό στη ζωή μου. Μ’ ενδιαφέρει πολύ η δράση και το «τώρα», η ζωή είναι μικρή.

Είναι κι αυτά τα 2-3 χρόνια της καραντίνας, τα οποία «γράφουν» μεν πάνω μας, αλλά είναι και λίγο σαν να μην έγιναν. Ξαφνικά, από τα 33 που ήμουν τότε, βγήκα στον κόσμο 36! Νομίζω ότι είμαι σε ένα πολύ μεταβατικό στάδιο που «μπαρμπεύω», γίνομαι μπάρμπας σιγά-σιγά… (γέλια)

Μου φαίνεται πολύ αστείο και «λίγο» το να είσαι απλά ωραίος. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να τσαλακώνοµαι

Έλα τώρα, υπερβολές… Έτσι είναι οι μπάρμπες; (γέλια)

Ξέρεις, πριν έρθω στην Αθήνα, η τελευταία μου παράσταση στη Θεσσαλονίκη ήταν ο «Γλάρος» του Τσέχωφ, όπου έπαιξα τον Τρέπλιεβ. Ε, φέτος μου έγινε πρόταση για τον Τριγκόριν, που είναι ο μεγάλος κύριος. Λέω «Να τα μας…»! (γέλια) Βέβαια, μου το στόλισαν «είσαι λίγο μικρός για Τριγκόριν, αλλά…». Επομένως, αυτή είναι μια περίοδος που αλλάζω ρεπερτόριο στα πράγματα.

Ακόμα και για τον Αλέξανδρο Ντεσλόρ, μου λένε ότι μοιάζει 50άρης. Με βλέπουν στον δρόμο και μου λένε «Α, είστε πολύ μικρός! Ο Αλέξανδρος είναι μεγάλος!».

Είναι πολύ άτιμο πράγμα ο χρόνος και, ταυτόχρονα, πολύ όμορφο. Ξέρεις, επειδή στη δουλειά μας βλέπεις πολύ συχνά τον εαυτό σου σε κοντινό πλάνο, βλέπεις πιο καθαρά πόσο αλλάζεις. Είναι ένα εργαλείο το πρόσωπο για μας, γι’ αυτό και είτε πρέπει να συμβιβαστείς με τη σκέψη ότι αυτό το εργαλείο αλλάζει, είτε να αποφασίσεις ότι θα το διατηρήσεις φρέσκο. Να το διατηρήσεις φρέσκο για πάντα δεν γίνεται, όσο και να έχει προχωρήσει η τεχνολογία και η επιστήμη. Εγώ, αυτή τη στιγμή, είμαι στο μεταίχμιο! (γέλια)

Σκέφτεσαι καμιά φορά να μπορούσες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και να έκανες κάποια πράγματα αλλιώς;

Πραγματικά σου το λέω, αν γύριζα τον χρόνο πίσω, θα ξαναέκανα τα ίδια πράγματα! Με ενδιαφέρουν, δηλαδή, όλα τα λάθη που έχω κάνει, όλη η δύσκολη πορεία, όλα τα φτωχικά χρόνια που είχα ένα λεμόνι στο ψυγείο, κι έλεγα «Θέατρο, θέατρο, θέατρο!». Αυτά είναι η προίκα μου. Οι έρωτες, οι μοναξιές, τα κιλά που έχασα… Από όλα μαθαίνεις.

Είχα αποφασίσει ότι δεν θα σε ρωτήσω για τα κιλά… Αλλά δεν μπορώ να μην το πω τώρα: το ότι έκανες μια μεγάλη προσπάθεια για να χάσεις τα πολλά κιλά, θεωρείς ότι μπορεί και να παίζει ένα ρόλο σ’ αυτή την ανησυχία για τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος; Σαν να «χαλάει» κάτι που έφτιαξες με κόπο;

Ε, σίγουρα… ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει υπάρξει παχύσαρκος και μετά αδυνάτισε, δεν αποδέχεται εύκολα την εικόνα που βλέπει απέναντί του. Εγώ μια ζωή παλεύω με το κομμάτι των γλυκών και των κιλών, κι αυτό το «παχύναμε». Το χιούμορ μου είναι αυτό – μια ζωή κάνω δίαιτα, μια ζωή παραπονιέμαι που έφαγα, και μια ζωή έχω κοιλιά. Αλλά αυτός είμαι, τι να κάνουμε… Το σαρκάζω, γελάω μ’ αυτό, πονάω μ’ αυτό (με πετυχαίνεις τώρα και σε τρίμηνη διαλειμματική νηστεία…).

Αλλά, μεγαλώνοντας, μπήκα σε μια διαδικασία του τύπου «Ωραία, σου αρέσει το φαγητό. Ή θα αποδεχτείς ότι έχεις κάποια κιλάκια παραπάνω και δεν θα γκρινιάζεις, ή μην τρως!». Προς το παρόν, είμαι στο «μην τρως!». (γέλια)

Κι εγώ κάθε φορά λέω «τελευταία φορά που λέω για τα κιλά σε συνέντευξη», αλλά είναι κι αυτό ένα κομμάτι μου, δεν γίνεται να το κρύψω.

Πόσο εύκολο στη διαχείριση είναι το ότι, ενώ για μεγάλο διάστημα ήσουν ένα παιδί που δεν ένιωθε καλά με την εμφάνισή του, πλέον σε αντιμετωπίζουν – ενδεχομένως σου αναθέτουν και ρόλους¬– ως ωραίο άνδρα;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν μου δόθηκε ποτέ ρόλος ζεν πρεμιέ – πάντα ήμουν ρολίστας. Ακόμα και τον Μακήθ που έκανα στην «Όπερα του Ζητιάνου», τον έκανα ως έναν πολύ ωραίο που πάθαινε συνέχεια διάφορα.

Μου φαίνεται πολύ αστείο και «λίγο» το να είσαι απλά ωραίος και να μην μπορείς να τσαλακωθείς. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να τσαλακώνομαι – και στο θέατρο, και στην τηλεόραση. Μπορεί αυτό να εμπεριέχει και ένα κομμάτι ανασφάλειας, δεν ξέρω… Αλλά ούτε και οι άνθρωποι με αντιμετώπισαν ποτέ ως ωραίο. Εκτός κι αν δεν το είδα!

Και στον Αλέξανδρο, η πρώτη μου έγνοια ήταν πώς να τον τσαλακώσω, για να μη μοιάζει καθόλου με τον Μαρμάρη που έκανα πέρυσι στους «Πανθέους». Σκεφτόμουν «θα κάνω χωρίστρα στη μέση και θα βάλω μεγάλα γυαλιά»… Ε, αυτές είναι επιλογές που δεν κολακεύουν και πολύ έναν άνδρα.

Κι όμως, ενώ ο Ντεσλόρ στην αρχή φαινόταν λίγο χαζούλης, λίγο καρικατούρα, δεν τον βλέπεις έτσι πια. Χωρίς να έχει αλλάξει εμφανισιακά, τον παρακολουθείς πια με ενδιαφέρον…

Χαίρομαι πάρα πολύ που μου το λες αυτό! Ήταν επιλογή μου αυτός ο άνθρωπος να μην έχει δουλέψει ποτέ, να είναι φλώρος, να δουλεύει για πρώτη φορά στο ξενοδοχείο και σιγά-σιγά αρχίζει να «ψήνεται».

Κι επειδή δεν έχουμε την πολυτέλεια να αλλάζουμε συνεχώς κοστούμια, ώστε να γίνεται εμφανής αυτή η αλλαγή και στην εικόνα του, αλλάζω εγώ τα μέσα έκφρασής μου, για να δείξω ότι αυτός ο άνθρωπος αλλάζει. Με αποκορύφωμα το «τώρα», που επιστρέφουμε από το Μόναχο στο “Grand Hotel”, που με ενδιαφέρει πια ο Αλέξανδρος να είναι και γοητευτικός – είναι πια κάτι άλλο…

Θεωρώ μεγάλο όπλο την υποκριτική και τη μέθοδο σε έναν ηθοποιό, ακόμα και σε μια καθημερινή σειρά. Απλώς θέλει παραπάνω μελέτη. Αλλιώς θα διαχειριστώ την υποκριτική μου σε 8 επεισόδια, αλλιώς σε 150. Με ενδιαφέρει να μην είμαι προβλέψιμος στον τηλεθεατή.

Μου ανέφερες πριν τον «Μαρμάρη» στους «Πανθέους», ο οποίος ήταν ο κακός της υπόθεσης. Το ίδιο και ο «Ηρακλής» στη «Σκοτεινή Θάλασσα». Μήπως, τελικά, σου πάει να παίζεις παλιοχαρακτήρες; (γέλια) Γιατί θα σου πω την αμαρτία μου: όταν είδα ποιον θα υποδυθείς στο “Grand Hotel”, πίστευα ότι θα δυσκολευτώ πολύ να τον συμπαθήσω!

Γι’ αυτό, λοιπόν, επέλεξα ο Αλέξανδρος να είναι έτσι στην αρχή! (γέλια)

Ήσουν πολύ καλός «κακός», ρε παιδί μου. Ασυμπάθηστος… (γέλια)

Μα είναι κι άλλα! Και στην «Επιστροφή» ήμουν κακός, στο «Σώσε με» ήμουν κακός… Στο θέατρο, όμως, οι περισσότεροι ρόλοι ήταν πολύ ωραίοι, θετικοί ήρωες.

Ξαφνικά στην τηλεόραση έγινε κάτι, το οποίο άρχισε να με ενοχλεί – γιατί πόσα πράγματα να εκμαιεύσεις ακόμα, για να υποδυθείς τον κακό; Όταν ήρθε ο Αλέξανδρος Ντεσλόρ, για μένα ήταν τεράστιο δώρο! Είπα «επιτέλους, πάμε να παίξουμε με ευγένεια ψυχής»! (γέλια) Προς το παρόν, απολαμβάνω πάρα πολύ τον Αλέξανδρο και τα «ζουμάκια» του, όπως λέω εγώ. Ε, είχε παραγίνει το κακό…

Εμένα με ενδιαφέρει πάρα πολύ η μεταμόρφωση εκ των έσω, και προσπαθώ να τη διδάσκω και στο εργαστήρι μου. Κάθε φορά προσπαθώ να μπω το μυαλό του χαρακτήρα, ώστε, ιδανικά, να πάρει καιρό στον άλλον να καταλάβει ποιος είμαι. Αυτό, βέβαια, είναι και κακό.

Και γιατί είναι κακό αυτό;

Έχω κάνει, ας πούμε, κάποιες ταινίες, στις οποίες δεν πάει το μυαλό τους ότι είμαι εγώ αυτός! Είναι σαν να είναι άλλος άνθρωπος κάθε φορά. Εμένα αυτό μ’ αρέσει, αλλά πολλές φορές νομίζω ότι μου γυρίζει μπούμερανγκ.

Βλέποντας συνεντεύξεις από παλιούς ηθοποιούς, ταυτίστηκα πολύ με τον Γιώργο Κωνσταντίνου, ο οποίος είχε πει ότι τον είχαν πιάσει τότε οι μεγάλοι ηθοποιοί, ο Ρίζος, ο Σταυρίδης κ.λπ., και του είχαν πει «πρέπει να βρεις μια μανιέρα, να σε αναγνωρίζει ο κόσμος». Εκείνος προσπαθούσε να είναι διαφορετικός σε κάθε ρόλο, και του λέγανε «δεν θα εγκαθιδρυθείς έτσι όπως κάνεις, γιατί ο κόσμος δεν θα μάθει να ακολουθεί εσένα, δεν καταλαβαίνουν ότι είσαι εσύ». Νιώθω ότι συμβαίνει το ίδιο με μένα πολλές φορές, χάνομαι λίγο στους ρόλους.

Μιχάλης Συριόπουλος

Αν, όμως, εσένα αυτό σε γεμίζει, γιατί να το αλλάξεις;

Δεν με γεμίζει απλά – θεωρώ ότι είναι η δουλειά μου αυτή η μεταμόρφωση!

Γι’ αυτό και βρίσκω υπέροχη ηθοποιό τη Μέριλ Στριπ, η οποία κάθε φορά μεταμορφώνεται, αλλάζει φωνές, πάει εκείνη στον ρόλο. Με ενδιαφέρει πολύ, λοιπόν, να πηγαίνω εγώ στον ρόλο, κι όχι να έρχεται ο ρόλος σε μένα.

Έχω διαβάσει ότι σ’ αρέσουν πάρα πολύ τα ταξίδια…

Τρελαίνομαι!

Θέλω να μου πεις ποιο είναι για σένα το ιδανικό ταξίδι. Πες ότι δεν έχεις ούτε περιορισμό χρημάτων, ούτε περιορισμό ημερών… μπορείς να πας όπου θες και να καθίσεις όσο θες!

Αυτό που θα σου περιγράψω είναι κάτι που θέλω πολύ να το κάνω κάποια στιγμή: ιδανικά, θέλω να πάρω τον άνθρωπό μου και τον σκύλο μου, να μπούμε σε μια αεροπορική εταιρεία και να δούμε διαδρομές, να επιλέξουμε προορισμό και να βγάλουμε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή. Και, από εκεί, να επιλέξουμε να πάμε κάπου αλλού που θα μας προκύψει, κι από εκεί κάπου αλλού… κι όλο αυτό να διαρκέσει 3 μήνες!

Δεν υπάρχουν, έστω, κάποια μέρη, στα οποία να δίνεις μια προτεραιότητα;

Είναι τόσα πολλά τα «θέλω» μου, σε σχέση με τα ταξίδια, που με σπρώχνουν να δουλέψω για να μπορέσω να ταξιδέψω! Αυτή τη στιγμή, με πιάνεις σε μια τρέλα, για ένα όνειρο που θα γίνει πραγματικότητα – θα πάμε το καλοκαίρι Νέα Υόρκη!

Μετά θέλουμε να δούμε το Βόρειο Σέλας· μετά θέλω να δω πώς είναι η Αφρική, αν και λίγο το φοβάμαι· μετά θέλω να δω τις Πυραμίδες. Ή, ας πούμε, θα ήθελα πολύ να προλάβω να δω, πριν πεθάνω, τις κερασιές ανθισμένες στην Ιαπωνία…

Άρα, για σένα το ταξίδι γίνεται για τη συνολική εμπειρία.

Θέλω να είμαι πολίτης του κόσμου! Αισθάνομαι ότι τα ταξίδια με κάνουν καλύτερο άνθρωπο, δίνουν νόημα στη ζωή μου… Το κάθε ταξίδι είναι τα «Χριστούγεννά» μου! Και μ’ ενδιαφέρει να έχω όσο πιο πολλά Χριστούγεννα μπορώ στη ζωή μου!

Αλλά και κάθε ρόλος είναι ένα υπέροχο ταξίδι, γιατί έχει αυτό το κομμάτι της εξερεύνησης. Αυτό πρέπει να συμβαίνει κι όταν ταξιδεύεις – όχι να πηγαίνεις και να λες «ααα… δεν έχουν ελληνική κουζίνα εδώ!». (γέλια)

Τα ταξίδια σε βοηθάνε καθόλου στη δουλειά; Παρατηρείς, ας πούμε, ανθρώπους, συμπεριφορές, τρόπους ομιλίας…;

Πάρα πολύ! Ρε παιδί μου… με τα ταξίδια γίνεσαι πιο πλούσιος, πιο σοφός, πιο γενναιόδωρος… ανοίγει το μυαλό σου! Είσαι πιο «χορτάτος»! Κι αυτό κάνει καλό παντού.

Ξέρεις, κάπως έτσι είχα δει και τον στρατό, τον είδα σαν «μεταπτυχιακό». Ήταν πολύ ενδιαφέρον το ότι ξαφνικά θα έβλεπα 1500 διαφορετικούς χαρακτήρες και θα ζούσα μαζί τους. Από εκεί εκμαίευσα απίστευτο υλικό για ρόλους!

Όταν ήρθε ο Αλέξανδρος Ντεσλόρ, για µένα ήταν τεράστιο δώρο. Είπα «επιτέλους, πάµε να παίξουµε µε ευγένεια ψυχής»!

Έχω δει στον λογαριασμό σου, στο instagram, μια φωτογραφία καλοκαιρινή, μερικά χρόνια πριν, όπου στέκεσαι σαν σε χορευτική φιγούρα με τα χέρια ανοιχτά, και η λεζάντα γράφει: «Σύμπαν… να σου πω κάτι;;; ΩΠΑ!». Μίλησέ μου λίγο γι’ αυτό, θέλω να καταλάβω τη φιλοσοφία σου.

Ο πολύς κόσμος βλέπει ένα Μιχάλη συνεσταλμένο· οι δικοί μου άνθρωποι, όμως, βλέπουν ένα Μιχάλη που είναι πολύ του γλεντιού, της βόλτας…

Σε ρωτάω, επειδή αυτό το «ΩΠΑ» εγώ δεν το αντιλήφθηκα ως χορευτικό…

Μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ οι δυσκολίες να έχουν μέσα τους πάντα ένα «ΩΠΑ». Αυτό το «ΩΠΑ» μπορεί να σημαίνει “stop”, αλλά μπορεί και να σημαίνει «πάμε λίγο να το φιλοσοφήσουμε» ή «πάμε να το διασκεδάσουμε». Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου η μίρλα, ούτε και το ν’ αφήσω τη ζωή μου να με πάει εκείνη όπου θέλει.

Στην τύχη πιστεύεις;

Σαφώς και πιστεύω! Αλλά πιστεύω πολύ και στη δουλειά, και στην επιμονή. Και ό,τι μπορείς να κάνεις, καν’ το τώρα, όχι αύριο!

Να υποθέσω ότι, σ’ αυτό το πλαίσιο, έφτιαξες και το «τΖΕΝεράλε Acting Studio», το θεατρικό σου εργαστήρι. Κατ’ αρχάς, πώς το αποφάσισες;

Ε, αυτό το εργαστήρι θα μπορούσε να έχει από κάτω λεζάντα «Σύμπαν, να σου πω κάτι;;; ΩΠΑ!».

Όταν μας προέκυψε η πρώτη καραντίνα, αυτή η βαριά, η σκληροπυρηνική, και υπήρχε τόσος θάνατος γύρω μας, τόσος φόβος… είπα μέσα μου «ΩΠΑ», και νοίκιασα αυτόν τον χώρο. Κι ενώ γινόταν χαμός γύρω, εγώ δούλευα εδώ μέσα, έβαφα, είχα μάστορες…

Ήταν τρελό να προετοιμάζεις επιχείρηση, ενώ υπάρχει καραντίνα και δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Αλλά εμένα, πραγματικά, αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, μου έδωσε πολλή ελπίδα. Και, όντως, έπραξα σωστά.

Θέλω να σου πω ότι ήμουν ένας άνθρωπος που δεν είχε καμία σχέση με λογιστικά βιβλία, ούτε με επιχειρήσεις. Αλλά είπα «τώρα πάμε, βήμα-βήμα». Ήταν η κατάλληλη στιγμή, ενώ γύρω ήταν όλα μαύρα, εγώ να επιμείνω στη ζωή – κι ας ήταν μεγάλο το ρίσκο.

Άρα, κυριολεκτικά, το έφτιαξες όλο από το μηδέν.

Τι να σου πω, από πού να πρωτο-αρχίσω… Ξεκίνησα να το κάνω χωρίς να έχω λεφτά – και τα λεφτά ήρθαν αφού το αποφάσισα. Μου ήρθαν διαφημίσεις στην Κύπρο, που έτσι γνώρισα και τον άνθρωπό μου.

Θα μπορούσα να είμαι κι εγώ κλεισμένος σπίτι μου, να βλέπω τον Τσιόδρα, να μετράω θύματα και να παίρνω το επίδομα. Αλλά κάποια στιγμή είπα «μέχρι εδώ!». Πραγματικά όλα «ΩΠΑ»!

Ξέρεις… ο φόβος είναι από τα συναισθήματα που έχω βιώσει περισσότερο στη ζωή μου για πολλούς λόγους, γι’ αυτό και θέλω πιο πολύ να φύγει από πάνω μου. Το motto μου στο εργαστήρι είναι «Μαζί με τα παπουτσάκια σας, αφήστε έξω και τους φόβους σας, και πάμε να δουλέψουμε!».

Θεωρώ πολύ σπουδαίο στη δουλειά μου το να φύγουν οι φόβοι – όχι, όμως, να μπει το θράσος. Εμένα με ενδιαφέρει το θάρρος. Πιστεύω ότι ένα -ρ- κάνει τρομερή διαφορά!

Μιχάλης Συριόπουλος

Με όλα αυτά που μου λες, καταλαβαίνω τώρα γιατί στο «τΖΕΝεράλε» τα γράμματα «ΖΕΝ» είναι γραμμένα με κεφαλαία…

Ακριβώς! Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το «ΖΕΝ» είναι με κεφαλαία. Όπως και τα 4 ανθρωπάκια στο logo που, αν ενωθούν όλα μαζί, φτιάχνουν ένα στέμμα!

Θυμίζω συνέχεια στους μαθητές μου ότι εμείς έχουμε την πολυτέλεια να κάνουμε θέατρο και Τέχνη, κι από κάτω, στον δρόμο, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν απλωμένο το χέρι τους και ζητάνε να φάνε… Ή ότι εμείς παλεύουμε να βρούμε ένα ρόλο, αλλά την ίδια στιγμή ένα γιατρός κάπου χειρουργεί μια καρδιά. Δεν είμαστε τόσο σημαντικοί και σπουδαίοι, όσο θέλουμε να δείχνουμε στον κόσμο – κάπου ώπα!

Τώρα που έχεις πολλά πάρε-δώσε με νέα παιδιά, τι βλέπεις: ποιος είναι ο λόγος που τα παρακινεί να ασχοληθούν με την υποκριτική; Σε μια εποχή που όλα είναι τόσο γρήγορα και επιφανειακά, μπορεί η Τέχνη να συγκινήσει βαθιά ένα νέο παιδί;

Κι εμένα αυτή είναι μια μεγάλη μου ανησυχία. Με όλα αυτά τα AI, τα οποία μπορούν, ανά πάσα στιγμή, να σου δημιουργήσουν έργα τέχνης, κείμενα… ποιος ο λόγος να μπει ένα παιδί σ’ αυτή τη διαδικασία; Γιατί η υποκριτική είναι μια διαδικασία που ξαναπαίρνεις τον εαυτό σου από την αρχή, ξαναμαθαίνεις να μιλάς, να ψάχνεις, να ακούς… Σε μια εποχή, στην οποία δεν αντέχουμε να δούμε ούτε ένα τρίλεπτο βιντεάκι, πώς εγώ θα βάλω τον άλλον στη διαδικασία να φτιάξει μια παράσταση 2 ωρών;

Το μεγαλύτερο μου πρόβλημα στα νέα παιδιά είναι η έλλειψη πειθαρχίας και συγκέντρωσης. Ζούμε σε μια εποχή, όπου τα πράγματα πρέπει να γίνονται γρήγορα. Το θέατρο, όμως, είναι ένας χώρος που θέλει υπομονή, μεγάλη υπομονή.

Τα περισσότερα παιδιά πλέον είναι poker face, λένε όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια για να συνεννοηθούν, και τους είναι πολύ δύσκολο να εκφράσουν οποιοδήποτε συναίσθημα, πέραν του θυμού. Εγώ, όμως, επιμένω πάρα πολύ σε αυτό το κλικ του μυαλού, γιατί πλέον είμαστε όλοι… “smart”· smart phone, smart tv, smart φως – που σκατά smart είμαστε, δηλαδή…

Έχουμε γίνει τεμπέληδες. Όλα πια είναι εύκολα και χωρίς φαντασία. Γι’ αυτό στους μαθητές μου θέλω να δίνω χώρο, που θα τους επιτρέψει να έχουν φαντασία, κι αυτή η φαντασία να γίνει πράξη και σώμα, και λέξεις!

Ας γυρίσουμε, έτσι για το τέλος, σ’ αυτόν τον Άγιο Άνθρωπο, τον Αλέξανδρο Ντεσλόρ του “Grand Hotel”! (γέλια) Θέλω να μου πεις εσύ τι εισέπραξες όταν τον πρωτοδιάβασες.

Θα σου πω… Ήρθαν και με βρήκαν όλοι οι ρόλοι του Τσέχωφ που έχω παίξει στο παρελθόν! Όλοι αυτοί οι αριστοκράτες, που εκπίπτουν ερήμην τους και ζουν το δράμα τους, αλλά εμείς, ως θεατές, αυτό το εισπράττουμε ως κάτι κωμικοτραγικό.

Έβαλα να δω τα επεισόδια των Ισπανών συναδέλφων. Είδα το πρώτο μισό και είπα «να είσαι καλά, άνθρωπέ μου, που τον έπαιξες έτσι τον Ντεσλόρ, αλλά εγώ διαφωνώ κάθετα». Ο Ντεσλόρ εκεί ήταν ένας πολύ ωραίος άνδρας που απλά έλεγε τα λόγια του. Ε, εμένα δεν με ενδιέφερε να είναι αυτό.

Εγώ ήθελα τον Ντεσλόρ έναν αριστοκράτη που δεν ξέρει τι σημαίνει «δουλειά», που στην πρώτη δυσκολία θέλει να φύγει, ν’ αφήσει τη γυναίκα του (που έπεσε κι απ’ τις σκάλες!) και να πάει στη μάνα του… Αυτό το πράγμα, όμως, ήθελα να εξελίσσεται σιγά-σιγά, και οι αρχές του, οι οποίες βρίσκονταν πάντα εκεί, να αρχίσουν να βγαίνουν στην επιφάνεια.

Μα τι έχει τραβήξει κι αυτός, ο κακομοίρης… Το παιδί του δεν είναι παιδί του· η μητέρα του τον κάνει ό,τι θέλει· ο ίδιος μπήκε στη φυλακή οικειοθελώς για χάρη της γυναίκας του· ο πατέρας του τού άφησε μόνο χρέη· του έτυχε η Κυβέλη για πεθερά, ο Ρήγας για μπατζανάκης κι ο Ιορδάνης για κουνιάδος. Ε, τι άλλο πια; (γέλια)

Ειλικρινά, αν μου έλεγε κάποιος να επιλέξω ποιον ρόλο θα ήθελα από το “Grand Hotel”, θα επέλεγα από μόνος μου τον Αλέξανδρο! Και δεν το λέω επειδή τον υποδύομαι εγώ.

Εύχομαι μόνο οι σεναριογράφοι να κρατήσουν ακλόνητη την ηθική του, γιατί τελευταία… μου την κουνάνε! (γέλια)

 

 

 

 

Ο Μιχάλης Συριόπουλος στο Instagram

Plan Be Mag
Privacy Overview

This website uses cookies so that we can provide you with the best user experience possible. Cookie information is stored in your browser and performs functions such as recognising you when you return to our website and helping our team to understand which sections of the website you find most interesting and useful.