Όταν μου είπαν να πάρω συνέντευξη από τον Σίλα Σεραφείμ, λέω “να μια ευκαιρία να συναντηθούμε με τον άνδρα μου!”. Λίγο με τη δουλειά, λίγο με τα παιδιά και τις υποχρεώσεις, τελευταία μιλάμε περισσότερο με μηνύματα στο inbox, παρά πρόσωπο με πρόσωπο. Του έκλεισα ραντεβού στο σαλόνι. Ήρθε απλός, άνετος, με τη φόρμα και τις παντόφλες του, τον υποδέχτηκα κι εγώ με τις δικές μου παντόφλες, και τον άφησα να μου μιλήσει για όλα: για τη νέα του παράσταση Η Ιστορία του ελληνικού έθνους… αλλιώς, που παίζεται στο Μικρό Παλλάς, για τα σχέδιά του, τις σκέψεις, τη ζωή, τα παιδιά και τη γυναίκα του. Δηλαδή εμένα… Ναι, είναι τόσο σουρεαλιστικό, όσο ακούγεται.
συνέντευξη στη Λίλα Σταμπούλογλου
– Πώς νιώθεις που σου παίρνει συνέντευξη η γυναίκα σου; Είναι σαν την ανάκριση που σου κάνω σπίτι;
Ωραία ερώτηση. Πιασάρικη. Σου λέει ο άλλος “κάτσε να δούμε το ζευγάρι να μουντζοπιαστεί τώρα, φέρε τα ποπ-κορν”. Θα πω την αλήθεια: Ποια ανάκριση; Τρομάζουμε να σου βγάλουμε δήλωση στο σπίτι, πώς πήγε η μέρα σου, τι έκανες, γιατί μου έρχεσαι αγχωμένη και τρως στο πόδι… Έρχεσαι και ή θ’ ασχολείσαι με τα παιδιά, ή θα πέσεις με τα μούτρα στον υπολογιστή, ή και τα δυο. Το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτείς είναι να με ανακρίνεις.
Η μόνη ερώτηση, αν θα μου κάνεις καμία, είναι αν θυμήθηκα να πάρω αυτό ή να κάνω το άλλο που μου είπες.
– Τελικά μουντζοπιαστήκαμε… Λοιπόν, η νέα σου παράσταση λέγεται “Ιστορία του ελληνικού έθνους… αλλιώς”. Πώς σου προέκυψε ως ιδέα;
Το 2011, ο Κόλιν Κουήν έκανε το “Long Story Short”, την Ιστορία του Κόσμου δηλαδή, σε σκηνοθεσία Sheinfield. Από εκεί μου μπήκε η ιδέα, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ήταν δίκαιο, έγινε πράξη, που λέει κι ο Σύριζα. Όποιος θέλει να μάθει την Ιστορία και να γελάσει παράλληλα, ας έρθει να τη δει.
– Μπορείς να πεις στον κόσμο, σε παρακαλώ, πόσο καιρό κάναμε να πάμε για έναν καφέ, επειδή δούλευες μερόνυχτα γι’ αυτό το έργο;
Έχουμε να πάμε μαζί για καφέ 3 χρόνια, εντάξει; Κι αυτό, γιατί εσύ βγαίνεις για καφέ με τις φίλες σου, ενώ εγώ ποτέ. Εννοώ ποτέ δε βγαίνω για καφέ με τις φίλες σου.
Τέλος πάντων, δεν είναι μόνο ο καφές. Το να προσπαθώ να κοιμίσω το τρίχρονο μαθαίνοντας τα λόγια του έργου, μ’ έναν φακό στο μέτωπο σα Βέλγος ανθρακωρύχος, μπορεί ν’ ακούγεται χαριτωμένο, αλλά σε διαβεβαιώνω πως δεν είναι.
– Σε λυπηθήκαμε τώρα… Θεωρείς, τουλάχιστον, ότι είναι διαφορετική αυτή η παράσταση από άλλες που έχεις κάνει στο παρελθόν;
Ναι, γιατί εδώ μιλάμε για ιστορικά γεγονότα και, όσο χιουμοριστική κι αν είναι η προσέγγισή τους, αυτά δεν μπορείς να τα παραλλάξεις, ούτε να τα αλλοιώσεις.
Εδώ έχει γίνει σοβαρή ιστορική έρευνα και δουλειά. Και μπορεί κάποιος να πει ότι δεν του αρέσω ή ότι δε με γουστάρει, ή οτιδήποτε, όμως η αλήθεια στην οποία ακουμπά το χιούμορ είναι καταλυτική. Και με το γέλιο καθίσταται αυταπόδεικτη.
– Τι ευελπιστείς να συμβεί στον θεατή που θα έρθει να σε δει στο Μικρό Παλλάς;
Να περάσει καλά, να γελάσει, και σε δεύτερο χρόνο να σκεφτεί. Όποιος φεύγει απ’ την παράστασή μου δεν θα πει “τι φοβεροί που είμαστε εμείς, οι Έλληνες”. Άμα θέλει να αισθανθεί έτσι, ας πάει στον Σεφερλή και στον Λαζόπουλο. Εκεί θα του χαϊδέψουν το χαμηλό υπογάστριο.
Εγώ πουλάω αλήθεια, και η αλήθεια είναι ότι παράγουμε ήρωες και όχι αγαθά, ότι διδασκόμαστε μυθιστορία και όχι Ιστορία, και ότι αν ο λαός είναι πάντα τόσο σοφός, τότε πώς κι έχουμε περιέλθει σ’ αυτήν την κατάσταση μέσα απ’ τις επιλογές του;
Βέβαια, υπάρχει και η φτηνή απάντηση της “παγκόσμιας συνωμοσίας”… Τρίχες κατσαρές. Αυτοί που διατείνονται ότι αγωνίζονται εναντίον όλων όσων μας επιβουλεύονται, είναι βαθιά μοιρολάτρες. Αν ένας λαός δεν είναι υπεύθυνος για την Ιστορία του και την κατάντια του, τότε δεν έχει και την ικανότητα ν’ αντιστρέψει αυτή την κατάσταση. Τότε δεν θα είναι υπεύθυνος και για την αναγέννησή του, και θα πρέπει να περιμένει απ’ τους άλλους να τον αναστήσουν.
– Το καλύτερο σχόλιο που σου είπε κάποιος μετά από μια παράσταση;
Μια παρέα με ρώτησε “Αυτοί είμαστε;”. Τους απάντησα “Αυτή είναι η ιστορία μας”. Αλλά στα σχολεία δεν διδάσκεται το “Το ’21 και η Αλήθεια” του Σκαρίμπα, για παράδειγμα. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν αρχαιοκάπηλος και τοκογλύφος. Μεγαλώνουν νομίζοντας ότι ζούμε σε διατεταγμένη υπηρεσία να μεγαλουργήσουμε –απ’ τον Θεό και τη μοίρα…– και όταν τρώμε τα μούτρα μας, το αποδίδουμε στην παγκόσμια συνωμοσία.
– Μετά την “Ελληνική Ιστορία”, τι; Ποιο είναι το επόμενο βήμα;
Ξεκίνησα να γράφω κλασσικό σταντ απ κόμεντι για τη γονεϊκότητα. Έχουμε δύο μικρά παιδιά και το υλικό είναι άφθονο. Το βασικότερο, βέβαια, είναι ότι πρέπει να κάνουμε απόσβεση τις πάνες.
– Θα ξανακλειστείς στο γραφείο σου και θα κάνουμε τρεις μήνες να σε δούμε;
Όχι, αγάπη μου, μην ανησυχείς. Αυτό το έργο θα γίνει σταδιακά. Ξεκινώ με δεκάλεπτα και σιγά- σιγά θα χτίζω, μέχρι να γίνει κανονική παράσταση.
Και στο γραφείο μου, να ξέρεις, δεν κλείνομαι μόνο για δουλειά· χαζεύω στα σόσιαλ, βλέπω και κάνα ντοκιμαντέρ αναπαραγωγής πρωτευόντων θηλαστικών…
– …τα “ντοκιμαντέρ αναπαραγωγής” κάνω ότι δεν τα άκουσα…
Είσαι απ’ τους παλιούς τους σταντ απ κωμικούς στην Ελλάδα και έχεις δει όλη την πορεία του είδους. Γιατί, ενώ έχει εξελιχθεί, δυσκολεύεται ακόμα να μπει στην κουλτούρα του Έλληνα; Τι φταίει;
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι. Προκατάληψη και δυσανεξία στην αλλαγή είναι οι κυριότεροι. Το σταντ απ κόμεντι συστήθηκε λάθος, σαν αμερικανιά, ξένη προς την κουλτούρα του Έλληνα. Πράγμα εντελώς λανθασμένο, μιας και ο επιθεωρησιακός μονόλογος, απομονωμένος απ’ τα σκηνικά, τα κοστούμια, τα μπαλέτα και την ορχήστρα, είναι ουσιαστικά σταντ απ κόμεντι.
Επιπροσθέτως, το σταντ απ συστήθηκε απ’ την πρώτη ομάδα που είχε φτιάξει η συγχωρεμένη Λουκία Ρικάκη, με ηθοποιούς και κωμικούς που ήταν άγνωστοι, και έτσι δεν μπορούσε να “νομιμοποιηθεί” απ’ αυτούς στη συνείδηση του κόσμου. Όμως ο Γιώργος Μαρίνος, ο Χάρυ Κλυν, ο Λαζόπουλος και ο Πανούσης, αυτονομημένα, σταντ απ έκαναν.
– Ποια είναι η αδυναμία σου; Σε τι δεν μπορείς ν’ αντισταθείς (εκτός από εμένα);
Σε τίποτα. Ενδίδω σε όλα όσα μου αρέσουν. Ενδίδω στην εγκράτεια. Αυτό μου αρέσει. Μου αρέσει να ενδίδω σε ό,τι μου κάνει καλό και χωρίς να κάνει κακό στους γύρω μου.
Εγώ πουλάω αλήθεια, και η αλήθεια είναι ότι παράγουμε ήρωες και όχι αγαθά, ότι διδασκόμαστε μυθιστορία και όχι Ιστορία.
– Πώς φαντάζεσαι την Ελλάδα σε δέκα χρόνια; Υπάρχει περίπτωση να γίνουμε καλύτεροι;
Η Ελλάδα; Ναι, θα γίνει καλύτερη, αν γίνουμε εμείς καλύτεροι. Αν ρωτάς, όμως, το πώς θα γίνουμε καλύτεροι, τότε την πάτησες. Εμείς θα γίνουμε καλύτεροι μόνο αν αλλάξουμε. Το “ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε” του Γιωργάκη ήταν ένα εξαιρετικό σύνθημα που κακόπεσε στο στόμα ενός ατάλαντου δημεγέρτη. Άμα το είχε πει ο Αντρέας, θα είχε κάνει άλλη καριέρα. Ωστόσο, είναι εύστοχο κι αληθινό.
Άμα δεν αλλάξουμε εμείς, η Ελλάδα δεν θ’ αλλάξει. Για μένα, τα απλά παραδείγματα αποτελούν τροχιοδεικτικά για την πορεία της χώρας. Όσο, για παράδειγμα, δεν εφαρμόζεται ο αντικαπνιστικός νόμος απ’ τους πολίτες, αλλαγές μην περιμένετε. Στον βούρκο θα τσαλαβουτάμε.
– Θα αποκαλύψω ότι στο σπίτι μαγειρεύεις εσύ και ότι, γενικά, μαγειρεύεις καλά, και κάνεις και γκουρμεδιές. Αν έκανες τραπέζι σε πολιτικό, τι μενού θα έφτιαχνες;
Θα ήθελα να φτιάξω μια μαγική συνταγή που θα ήταν καυτερή, σε ευθεία αναλογία με τα συνειδητά ψέματα που λένε οι πολιτικοί στο πόπολο, για να του κλέψουν τις ψήφους. Εννοείται ότι όλοι (οι πολιτικοί) θα ήταν καλεσμένοι μου. Κάτσε να φας για να δω πόσο θα καείς! Είναι βέβαιο ότι για μερικούς θα καλούσαμε την πυροσβεστική.
Καλά, με τον Τσίπρα και τον Καμένο, το ολοκαύτωμα δεν το γλιτώναμε. Πιστεύω πως το πιάτο θα ήταν φλαμπέ, πριν ακουμπήσουν το πιρούνι.
– Θα αποκαλύψω, επίσης, ότι πας κάθε μέρα στο γυμναστήριο και είσαι εκνευριστικά συνεπής. Πώς το κάνεις; Πες το μυστικό και σ’ εμάς που γραφόμαστε και δεν ξαναπατάμε.
Η γυμναστική είναι το ναρκωτικό μου. Αντί να παίρνω χάπια, να παίζω χαρτιά, να πίνω ας πούμε… γυμνάζομαι. Έτσι κρατάω σε μια ισορροπία πρωτίστως την ψυχική μου υγεία. Το γυμναστήριο ως ψυχοθεραπεία λειτουργεί. Και για ν’ ακριβολογώ, συντήρηση κάνω, ώστε απλώς να διατηρώ σε μια αξιοπρέπεια το γερασμένο σαρκίο. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάς και το καινούργιο στοίχημα που έχω βάλει: το να επιβληθώ στην ελληνική σοου μπιζζζ ως σεξ σίμπολ. Νομίζω ότι τώρα, μετά τα πενήντα, ήρθε η ώρα μου.
– Άμα σε ρωτήσω για τη γυναίκα σου, θα είναι πολύ ινσέψιο, ε; Πες μου, όμως, κάτι γι’ αυτήν. Αφού θες να επιβληθείς στη σόου μπιζζζ, σε πάω σε πιο λάιφσταϊλ ερωτήσεις…
Εγώ μια φιλοδοξία είχα στη ζωή. Να γίνομαι όλο και καλύτερος. Μόλις σε βρήκα, είπα “Μ’ αυτήν θα γίνω καλύτερος άνθρωπος, μ’ αυτήν μπορώ να κάνω οικογένεια, μ’ αυτήν θα μπορώ να μείνω ως το τέλος της ζωής μου, χωρίς να βαριέμαι”.
– Ωραία πράγματα είπες και φοβάμαι τι θα μου ζητήσεις το βράδυ.
Με λίγα λόγια, σκέφτηκα τον εαυτούλη μου και το πόσο καλά θα περάσει μαζί σου. Κι έτσι ενέδωσα και κάναμε οικογένεια!
– …ευτυχώς το διόρθωσες.
Τώρα, βέβαια, εσύ που πιάστηκες κορόιδο και τρέχεις και δεν φτάνεις, τι να σου κάνω; Δε φταίω εγώ. Μετά την απομάκρυνση από το μαιευτήριο, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Δηλαδή αναγνωρίζεται, αλλά δεν διορθώνεται. Σε κάθε περίπτωση, αν θέλεις να κάνουμε κι ένα τεστ DNA για το αν τα παιδιά είναι δικά σου, κανένα πρόβλημα!
Παρεμπιπτόντως, τώρα που τρέχουμε με τη δουλειά και τα παιδιά, δεν σκέφτεσαι πως διάολο αυτές οι ιστορίες έρωτα και απιστίας στα ζευγάρια, που μαθαίνουμε και διαβάζουμε και γίνονται και ταινίες, έχουν συμβεί; Μα πότε προλαβαίνουν; Κουράζομαι και μόνο στη σκέψη.
– Ναι, το σκέφτομαι. Και μην ανησυχείς καθόλου, κι εγώ είμαι πολύ κουρασμένη για ν’ απιστήσω… Πες μου τώρα μια ατάκα που είπε κάποιος άλλος και θα ήθελες να την έχεις πει εσύ.
Δε θα σου πω ατάκα, αλλά θα σου αριθμήσω ανθρώπους των οποίων οι ατάκες θα ήθελα να ήταν δικές μου και, πολλές φορές, τις υιοθετώ: Όσκαρ Ουάιλντ, Τζωρτζ Μπέρναρ Σω, Μαρκ Τουαίην, Μπέρναρντ Ράσσελ, Ουίνστον Τσώρτσιλ, Χάρι Τρούμαν και Όττο Μπίσμαργκ, είναι οι βασικοί ατακαδόροι, με τους οποίους αποκτάς έναν μπούσουλα στη ζωή.
– Πες μου κάτι που δεν ξέρω ούτε εγώ για σένα.
Πας καλά; Ποιος άντρας θέλει να μη γνωρίζει τα πάντα γι’ αυτόν η γυναίκα του; Εμείς θέλουμε να ξέρετε τα πάντα για μας, κι εσείς να μην ξέρουμε τίποτα για σας. Εσείς θέλετε ν’ αποτελείτε πάντα ένα μυστήριο, εμείς να μη χρειάζεται να εξηγούμε τίποτα. Δε θ’ αλλάξω εγώ τους ρόλους για μια συνέντευξη, αγάπη μου. Πιθανότερο είναι να ξέρεις εσύ κάτι για μένα, που ούτε εγώ ο ίδιος γνωρίζω! Και μιας και φτάσαμε εδώ, μήπως να μου το έλεγες;
– Θα σου πω στην επόμενη συνέντευξη που θα μου πάρεις εσύ
(σιγά μην τον άφηνα να έχει την τελευταία κουβέντα!)