Στέφανος Κυριακίδης | Συνεντεύξεις - planbemag.gr
Plan Be Mag
Στέφανος Κυριακίδης
Συνεντεύξεις

Στέφανος Κυριακίδης: «Το “προνόμιο του ηλικιωμένου ανθρώπου” εξαρτάται από τον περιβάλλοντα χώρο»

Ο Στέφανος Κυριακίδης ερμηνεύει φέτος ένα συγκλονιστικό ρόλο στο θέατρο. Στην παράσταση «Τα τελευταία φεγγάρια», στο Θέατρο Coronet, υποδύεται έναν ηλικιωμένο καθηγητή, ο οποίος κάνει μια αναδρομή στη ζωή του λίγο πριν μπει στο γηροκομείο. Παρακολουθώντας την εξέλιξη, ο θεατής πιάνει τον εαυτό του να προβληματίζεται, να επαναξιολογεί καταστάσεις στη δική του ζωή, αλλά και να παραδειγματίζεται από ένα χαρακτήρα που αρνείται να λειτουργήσει βάσει στερεοτύπων, βρίσκοντας τρόπους να αισθάνεται «ζωντανός» και να ονειρεύεται. Ένα είναι σίγουρο: Η κουβέντα που ακολουθεί, όπως και η ίδια η παράσταση, δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο.

Μαρία ΛυσάνδρουΜαρία Λυσάνδρου

Ο Στέφανος Κυριακίδης ερμηνεύει φέτος ένα συγκλονιστικό ρόλο στο θέατρο. Στην παράσταση «Τα τελευταία φεγγάρια», στο Θέατρο Coronet, υποδύεται έναν ηλικιωμένο καθηγητή, ο οποίος κάνει μια αναδρομή στη ζωή του λίγο πριν μπει στο γηροκομείο. Παρακολουθώντας την εξέλιξη, ο θεατής πιάνει τον εαυτό του να προβληματίζεται, να επαναξιολογεί καταστάσεις στη δική του ζωή, αλλά και να παραδειγματίζεται από ένα χαρακτήρα που αρνείται να λειτουργήσει βάσει στερεοτύπων, βρίσκοντας τρόπους να αισθάνεται «ζωντανός» και να ονειρεύεται. Ένα είναι σίγουρο: Η κουβέντα που ακολουθεί, όπως και η ίδια η παράσταση, δεν μπορεί να σε αφήσει ασυγκίνητο.

Η παράσταση «Τα τελευταία φεγγάρια», στο Θέατρο Coronet, έχει ως κεντρικό χαρακτήρα έναν ηλικιωμένο καθηγητή, τον οποίο παρακολουθούμε λίγη ώρα πριν τον πάει ο γιος του στο γηροκομείο. Πώς το βιώνετε εσείς αυτό το έργο κάθε βράδυ;

Πρόκειται για μια «βύθιση» στον χαρακτήρα του ανθρώπου αυτού. Και παρόλο που είναι αφηγηματικό, το έργο αυτό έχει μέσα συναισθήματα άγρια. Εξαρτάται, βέβαια, πώς το βλέπει κανείς: εγώ ποτέ δεν τον είδα ως «ετοιμοθάνατο» αυτόν τον άνδρα, τον είδα γεμάτο ζωή.

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να πείτε «Ναι, αυτό θέλω να κάνω φέτος…»;

Το έργο αυτό το έχουμε συζητήσει εδώ και δέκα χρόνια με τον φίλο μου παραγωγό, τον Γιάννη Κανελλόπουλο, αλλά τότε δεν μπορέσαμε να το κάνουμε. Για να είμαι ειλικρινής, ίσως σε αυτή την ηλικία που είμαι τώρα να είναι καλύτερα, γιατί είναι πιο σωστή η προσέγγιση του συγκεκριμένου χαρακτήρα.

Πρόκειται για ένα έργο που αγγίζει πολλές και διαφορετικές πτυχές του ανθρώπου. Ο χαρακτήρας αυτός είναι πολυσύνθετος, και αυτό που με ιντρίγκαρε πολύ σε αυτόν είναι ότι κινείται σε τρία επίπεδα – στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι ο άνθρωπος αυτός είναι έτοιμος να πάει στο γηροκομείο, αλλά όχι: εφόσον ακόμα ονειρεύεται…

Ξέρετε, καλύτερος «οδηγός» από τον ίδιο τον συγγραφέα δεν υπάρχει. Εάν, δε, συνεργαστείς και με ένα σκηνοθέτη που σου δίνει χώρο, που συζητάει, όπως κάναμε εμείς με τη Ρέινα (Εσκενάζυ), τότε αναπτύσσονται όλα αυτά που κρύβονται μέσα στους ανθρώπους – και το καλό, και το κακό. Κανένας δεν είναι αμιγώς κακός ή αμιγώς καλός. Όπως και στα φύλα: δεν υπάρχουν φύλα, υπάρχουν άνθρωποι…

Αυτές οι πτυχές του χαρακτήρα πώς αναδεικνύονται στη συγκεκριμένη περίπτωση;

Εδώ έχουμε την αναφορά ενός ήρωα, ο οποίος κάνει μία ολόκληρη αναδρομή στη ζωή του, μέσα στην ψυχή του. Και ενώ από την αρχή, μπαίνοντας στο γηροκομείο, ο ίδιος επαναλαμβάνει «μ’ έστειλε ο γιος μου», τελικά καταλήγει στο ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι επειδή δεν επέμεινε αυτός. Γι’ αυτό, σε κάποια στιγμή, λέει «Όχι, δεν είναι δίκαιο… Εγώ το αποφάσισα».

Όλα αυτά είναι μέσα στη ζωή – οι ενοχές και οι τύψεις μας κυνηγάνε. Ο ίδιος, κάνοντας την αναδρομή του, συνειδητοποιεί ότι οι δικές του αξίες (και πολλών άλλων) πια παραμερίστηκαν, η Τέχνη που αγάπησε ξεπεράστηκε, κυριάρχησαν οι εικόνες… Αυτά είναι πολύ σημαντικά.

Δεν κατηγορώ, όμως, και τη νέα εποχή, αυτή που έρχεται. Είναι μια εποχή με άλλους κώδικες, άλλους κανόνες. Δεν έχω καμία διάθεση, βέβαια (όπως και ο ίδιος ο ήρωας, ο οποίος συνεχίζει να ονειρεύεται ακόμα και μέσα στο γηροκομείο), να αποτραβηχτώ και απλά να αναπολώ. Άλλο το όνειρο, άλλο η αναπόληση. Ο ήρωας δρα – βρήκε χώρο, ακούει μουσική.

Ο µεγάλος άνθρωπος δεν θέλει πολλά, περιορισµένες ανάγκες έχει – αυτό που χρειάζεται είναι αγάπη, µια φροντίδα, ένα χάδι παραπάνω, βρε αδερφέ…

Μα νομίζω ότι αυτό είναι και το χαρακτηριστικό αυτού του ήρωα: Ενώ έχει μπει στο γηροκομείο, δεν παραιτείται από τη ζωή. Ακόμα κι όταν μιλάει για τους άλλους γέρους ενοίκους του γηροκομείου, εκείνος κρατάει ολοφάνερα μια απόσταση…

Ακριβώς! Κι εκεί γίνεται και καταγγελτικός, ειδικά όταν λέει «και οι γέροι πρέπει να είναι ιεροί». Είναι ιερή η στιγμή που πεθαίνεις…

Υπήρχε κάποτε μια ταινία που λεγόταν «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν». Όχι! Δεν πρέπει να τα σκοτώνουν, διότι παραμένουν χρήσιμα! Εξάλλου, ο μεγάλος άνθρωπος δεν θέλει πολλά, περιορισμένες ανάγκες έχει – τουλάχιστον εάν μιλάμε για ένα φυσιολογικό άνθρωπο. Αυτό που χρειάζεται είναι αγάπη, μια φροντίδα, ένα χάδι παραπάνω, βρε αδερφέ… Ας μάθουμε να αγαπάμε, μην τους ξεχνάμε.

Είναι βασικός κανόνας της υποκριτικής η Αγάπη – όχι ο έρωτας. Ο έρωτας τυφλώνει και δεν ξέρεις τι κάνεις και πώς παίζεις… Βλέπω κάτι μαθητές μου, που λένε καμιά φορά «Πω πω… το φχαριστήθηκα!». «Παιδιά», λέω, «μην το φχαριστιέστε! Η αγάπη είναι προς τα έξω, όχι προς εσένα! Μην τυφλώνεστε!».

Αντιθέτως, ο χαρακτήρας της παράστασης αυτής είναι σε πλήρη διαύγεια και συμπερασμάτων, και ελευθερίας. Δίνει ελευθερία στον γιο του και την οικογένειά του: κάνει μια επιλογή που τον πονάει, μπαίνει στο γηροκομείο. Δεν έχει σημασία αν το ζήτησε εκείνος ή αν τον έστειλε ο γιος του – τη μοναξιά δεν πρέπει να τη γευτεί κανείς, μέχρι το τέλος… Βλέπουμε ότι, ακόμα και σ’ αυτή την ηλικία που είναι ο ήρωας, μετά τα 80, βρίσκει τρόπους να παλέψει!

Ενώ, φαινομενικά, τα «Τελευταία Φεγγάρια» είναι μια παράσταση που αφορά ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, σε ποιους θεωρείτε εσείς ότι απευθύνεται στην πραγματικότητα;

Το έργο αυτό έχει πολύ μεγάλο εύρος. Και δεν το λέω θεωρητικά, το βλέπω καθημερινά.

Βλέπεις μία γκάμα ανθρώπων, οι οποίοι επηρεάζονται από αυτό που βλέπουν. Άλλους τους πιάνει στο συναίσθημα, άλλους τους κάνει να σκεφτούν «Τι έχω κάνει στη ζωή μου; Τι θα κάνω όταν περάσουν τα χρόνια;». Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι κάνουν μια διαπίστωση ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Σε κάποιους από αυτούς μπορεί να προκαλεί πόνο ή να τους ξυπνά τη μνήμη, η οποία μπορεί μεν να πονάει, αλλά με τον καιρό μπορεί και να σε γαληνεύει.

Το έργο αυτό δεν έχει ηλικία! Πραγματικά προκαλώ τον κόσμο, όποια ηλικία κι αν έχουν, να έρθουν να το δουν. Εγώ το έχω αγαπήσει πολύ – έχει συναίσθημα, έχει σκέψη, έχει δράση, έχει γέλιο…

Πάντως, η αλήθεια είναι ότι η παράσταση έχει διάφορα «τεχνάσματα» ενδιάμεσα, τα οποία σε αποφορτίζουν. Εκεί που σου δημιουργεί μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, εκεί θα σε κάνει και να γελάσεις…

Θα σας πω κάτι αστείο. Είναι αυτό που λέμε «ο γέρος θα πάει ή από πέσιμο, ή…». (γέλια) Είχαμε ένα χαλί και τους έλεγα «Ρε παιδιά, κολλήστε το αυτό το χαλί, θα πέσει κανένας άνθρωπος…». Ε, έτυχε στη γενική δοκιμή αυτός ο άνθρωπος να είμαι εγώ! Φεύγει το χαλί, φεύγω κι εγώ μαζί! Πετάγονται τα παιδιά, «Κύριε Κυριακίδη, είστε καλά;». Τους κοιτάω κι εγώ και λέω με αυστηρό ύφος «Μη μου πει κανείς να πάω στην τουαλέτα τώρα…» (γέλια)

Αυτά είναι! Αρκεί να ακολουθείς! Ο ήρωας μιλάει για τις ρυτίδες που τον πονάνε μεν, αλλά δεν πάει να τις φτιάξει… Το καταλαβαίνω αν θέλει κανείς να τις φτιάξει, για κάποιους μπορεί να είναι και θέμα δουλειάς – έχει κυριαρχήσει πλέον η εικόνα. Όταν, όμως, αυτό έχει γίνει μόδα, και βλέπεις ακόμα και εικοσάρικα να πάνε και να κάνουν επεμβάσεις… θα φτάσουμε σε ένα σημείο που θα κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη και θα τον χαιρετάνε! Θα νομίζουν ότι είναι ξένος άνθρωπος! Ο ήρωας, λοιπόν, έχει συμφιλιωθεί με αυτό. Κι αν δεν έχει συμφιλιωθεί πλήρως, θέλει να το κάνει.

Αυτό που κυριαρχεί, ουσιαστικά, είναι ο φόβος. Γι’ αυτό χρειάζεται η σκέψη. Ο ήρωας ξυπνάει και σκέφτεται ότι θα πεθάνει, γι’ αυτό και καταφεύγει στα Μίκυ Μάους. Ο Στέφανος ο Κυριακίδης ξυπνάει και λέει κάθε τόσο «Γιατί ξυπνάω;». Πολύ απλά: Ξυπνάω για να βεβαιωθώ ότι ζω και ξανακοιμάμαι ευχαριστημένος! (γέλια)

Στέφανος Κυριακίδης

Άρα, μου λέτε ότι η παράσταση αυτή «μιλάει» και σ’ εσάς με κάποιον τρόπο.

Για μένα αυτό είναι ένα έργο, που κι εδώ να σταματήσω…

Δεν θα πω ότι έχω κουραστεί – όχι, δεν έχω κουραστεί. Εμείς οι ηθοποιοί είμαστε και λίγο νάρκισσοι, θέλουμε να μας λένε «ελάτε να παίξετε» και να λέμε «όχι». Εάν, όμως, δεν σου κινεί πια το ενδιαφέρον, δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις. Εάν έχεις καλυμμένους κάποιους τομείς, τα οικονομικά σου, και έχεις κάποια πράγματα να ευχαριστιέσαι, τότε πορεύεσαι αναλόγως.

Κατ’ εμέ, ο τίτλος του ηθοποιού δίνεται μετά θάνατον… Δεν μου αρέσει ο όρος «πρωταγωνιστής». Πάντα λέω «ρε παιδιά, εγώ τον πρώτο ρόλο παίζω…». Ίσως είσαι ο πρωταγωνιστής εκείνης της στιγμής, εκεί το δέχομαι – και δεν το λέω για να καλύψω κάτι σταριλίκια, του τύπου «είμαστε καλά, και τι καλοί που είναι οι μικροί ρόλοι». Πιστεύω, όμως, ότι αν έχεις ειλικρινά τέτοιες απόψεις, σιγά-σιγά θα έρθουν και τα μεγάλα πράγματα.

Τελικά, «τα γηρατειά είναι προνόμιο»; Η κυρία Εσκενάζυ, τουλάχιστον, αυτό έχει γράψει στο σκηνοθετικό της σημείωμα. Η δική σας άποψη ποια είναι;

Το προνόμιο δεν το παίρνουμε, μας το δίνουν οι άλλοι. Άρα, το «προνόμιο του ηλικιωμένου ανθρώπου» εξαρτάται από τον περιβάλλοντα χώρο – είτε οικογενειακό, είτε κρατικό, είτε οτιδήποτε άλλο. Αυτό τι προϋποθέτει; Σεβασμό!

Εγώ θα το έλεγα «επιβράβευση» ή «κατανόηση», δεν είναι τα γηρατειά ένα προνόμιο που το παίρνεις. Ο ήρωας στο έργο λέει με παράπονο: «Εμάς δεν μας δίνουνε παράσημο, γιατί εμείς δεν θυσιάζουμε τίποτα». Ναι, αλλά θυσιάσανε…

Να πεις τώρα «προνόμιο» το να έχεις ρυτίδες, να λερώνεσαι… όχι! Αλλά το να έχεις τη φροντίδα και την αγάπη των ανθρώπων γύρω σου, σε μαλακώνει. Γι’ αυτό κι εγώ θεωρώ ότι το «προνόμιο» αυτό εξαρτάται από τον περιβάλλοντα χώρο.

«Προνόμιο» θα ήταν να υπάρξουν τρόποι και υποδομές να μπορούν να περάσουν οι άνθρωποι στα καροτσάκια ή να έχουν πρόσβαση στο νοσοκομείο όταν παθαίνουν κάτι. Αυτά λέμε εμείς, στα 79 μας, κυρία Λυσάνδρου…

Πάντως, με τόσα πράγματα που κάνετε, είστε πραγματικά αξιοθαύμαστος, πρέπει να το πω…

Μου λένε μερικοί: «Βρε Στέφανε, πώς πέφτεις;». Το θέμα, ρε παιδιά, είναι να μου πείτε «μπράβο» επειδή σηκώνομαι!