Τζούλη Σούμα (Έντα Γκάμπλερ)
Ποιο είναι για εσάς το πιο γοητευτικό χαρακτηριστικό της Έντα Γκάμπλερ, αυτό που πρωτοξεχωρίσατε όταν αρχίσατε να μελετάτε τον ρόλο;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω ένα και μοναδικό γοητευτικό χαρακτηριστικό, γιατί ο ρόλος είναι πολυεπίπεδος και πολυπρισματικός. Αυτό, όμως, που θα μπορούσα να πω, και η σκηνοθεσία του Δημήτρη Γεωργαλά ήθελε πάρα πολύ να αναδείξει, είναι ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ που έχει η Έντα Γκάμπλερ. Και, πραγματικά, μπορώ να πω ότι, παίζοντας περίπου ενάμιση μήνα την παράσταση, βλέπουμε πόσο καθοριστικά και καταλυτικά λειτουργεί αυτό στο κοινό.
Είναι γεγονός ότι, ακόμα και στις πιο δύσκολες, αλλοπρόσαλλες και απρόσμενες καταστάσεις μας, το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός και, γιατί όχι, ο κυνισμός μας “σώζουν” από πάρα πολλά πράγματα. Η παράστασή μας, λοιπόν, αυτό το αναδεικνύει, πέρα από τα πολύ βασικά χαρακτηριστικά της ηρωίδας, δηλαδή τον ναρκισσισμό της και το ότι είναι ένας απόλυτα χειριστικός άνθρωπος.
Φαντάζομαι ότι ένα βασικό ζητούμενο για να υποδυθεί κανείς έναν ρόλο είναι και η βαθιά κατανόηση της ψυχοσύνθεσης και του τρόπου λειτουργίας του. Πού θα λέγατε ότι «συναντάτε» την Έντα Γκάμπλερ και πού θεωρείτε ότι απέχετε από τον τρόπο με τον οποίο η ίδια αντιμετωπίζει ανθρώπους και καταστάσεις;
Είναι αλήθεια ότι, με τους ήρωες που καλούμαστε να υποδυθούμε, πρέπει να σκάψουμε πολύ βαθιά μέσα μας γιατί, όπως λέει και ο Ανδρέας Μανολικάκης, του οποίου είχα τη χαρά και την τιμή να παρακολουθήσω για τέσσερα χρόνια τα σεμινάριά του: «Δεν παίζουμε εμάς, αλλά από εμάς». Άρα, συναντώ την Έντα Γκάμπλερ σε πολλά σημεία και σε πάρα πολλά απέχω.
Θα έλεγα ότι τη συναντώ στο ότι δεν είναι καταστροφέας από δική της θέληση, είναι θύμα της κοινωνίας, των συμβάσεων και των διαψεύσεων που συνέχεια συναντάει στον δρόμο της. Είναι μία έξυπνη γυναίκα, έχει φαντασία, διψάει για κάθε τι όμορφο, αλλά πολλές φορές αυτή η δημιουργική δύναμη συναντάει ανυπέρβλητες δυσκολίες που μπορεί να της δημιουργήσουν στερήσεις και να στερέψουν το όνειρό της και τη δημιουργική της διάθεση, είτε για να ερωτευτεί, είτε για να ζήσει τη ζωή της όπως θέλει. Από εκεί πηγάζει η νευρικότητά της, η ζήλεια, η μανία καταστροφής και ο πόθος για τον θάνατο.
«Πίσω από τα πρόσωπα διακρίνεις τα συμπτώματα ενός αξιακού συστήματος, μέσα στο οποίο λειτουργούν μόνο χειριστικές και τοξικές σχέσεις», διαβάζουμε στην περιγραφή της παράστασης. Πόσο πολύ, πιστεύετε, μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του ένας θεατής παρακολουθώντας το έργο; Με λίγα λόγια, πόσο αυτές οι χειριστικές σχέσεις «ορίζουν» τη ζωή μας ανεξαρτήτως εποχής;
Οι χειριστικές σχέσεις σίγουρα ορίζουν τη ζωή μας, φυσικά ανεξαρτήτως εποχής. Η ίδια η Έντα Γκάμπλερ, επειδή απεχθάνεται τον συμβατικό γυναικείο ρόλο, αρνείται να γίνει νοικοκυρά, μισεί την ιδέα της μητρότητας, θα ήθελε να δημιουργεί και αυτή όπως ο Έιλερτ Λέβμποργκ, και ζηλεύει πάρα πολύ τη γυναίκα που πέτυχε να γίνει σύντροφός του, καταφεύγει σε χειριστικούς τρόπους για να προσπαθήσει να διεκδικήσει και να πάρει όλα όσα αυτά η κοινωνική της θέση και η ανατροφή της, είχαν εξασφαλίσει ότι θα έχει.
Αν ανατρέξουμε στην εποχή μας, πάρα πολύ πρόσφατα μπορούμε να δούμε ότι πολλοί άνθρωποι έχουν μπει φυλακή και διώκονται, γιατί «ό,τι και να είχαν, δεν ήταν ποτέ αρκετό». Είναι αδύνατον να αντισταθούν, παρ’ όλον τον κοινωνικό κώδικα και τον κώδικα αξιών, στην αδηφάγο διάθεση του ανθρώπου να μην είναι ικανοποιημένος με τίποτα.
Αν εξαιρέσουμε την τελευταία σκηνή του έργου (την οποία δεν θα «προδώσουμε» φυσικά…), υπάρχει κάποιο σημείο της παράστασης, το οποίο για εσάς είναι πολύ «δυνατό»;
Φυσικά και δε θα προδώσουμε τη τελευταία σκηνή του έργου. Για μένα, η σκηνή που με αγγίζει και τροφοδοτεί την όλη διαδρομή του χαρακτήρα, είναι όταν κάποια στιγμή η Έντα εξομολογείται στον δικαστή Μπρακ για ποιον λόγο σύρθηκε σε αυτόν τον συμβατικό γάμο. Λέει, μεταξύ άλλων: «Είχα κουραστεί. Είχα κουραστεί να τριγυρίζω σε χορούς και δεξιώσεις, έλεγα ότι ο χρόνος μου τελείωνε», και μετά αμέσως αυτοαναιρείται, δεν θέλει να ακούει καν τα δικά της λόγια και λέει: «Όχι, όχι, αυτό δε πρέπει να το λέω, ούτε καν να το σκέφτομαι…». Είναι λόγια που όλοι, ενδεχομένως, από κάποια ηλικία και πέρα, τα έχουμε σκεφτεί, τα έχουμε βιώσει, τα έχουμε νιώσει, και είναι μία συνθήκη που πάρα πολλούς ανθρώπους τους αγγίζει. Μπορεί να έχουν κουραστεί από την οικογένειά τους, από την εργασία τους, από την πολιτική, από την κοινωνία, από τις διαπροσωπικές σχέσεις, από οτιδήποτε τους περιτριγυρίζει…
Δημήτρης Γεωργαλάς (σκηνοθέτης της παράστασης, Γιόργκεν Τέσμαν)
Παρόλο που όλοι οι χαρακτήρες του έργου είναι ιδιαίτερα πολύπλοκοι, θα σταθώ ειδικότερα στην Έντα: Ως άνδρας σκηνοθέτης, πόσο εύκολο (ή δύσκολο) ήταν για εσάς να «καταδυθείτε» και να αποδώσετε σκηνοθετικά τη γυναικεία ψυχολογία; Και ιδιαίτερα μιας τόσο ιδιαίτερης γυναίκας;
Για τον σκηνοθέτη υπάρχουν πρόσωπα, όχι φύλα. Οι άντρες σκηνοθέτες θα έπρεπε να σκηνοθετούν μόνο αντρικούς ρόλους και οι γυναίκες γυναικείους; Όχι, βέβαια.
Για να σκηνοθετείς πρέπει να μελετάς συνεχώς την ανθρώπινη φύση, να μπορείς να αναλύεις ψυχισμούς και συμπεριφορές ανδρών και γυναικών που, άλλωστε, πιστεύω ότι είναι αλληλένδετοι. Να μπορείς να στέκεις και απέναντι, να μπαίνεις και μέσα στα πρόσωπα.
Θυμίζω ότι, παράλληλα με την Εντα Γκάμπλερ, ανέβηκε στο Θέατρο ΑΛΜΑ ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ του Γιάννη Ρίτσου, ένας κατ’ εξοχήν ανδρικός μονόλογος. Και σας βεβαιώνω πως η ανάλυση και η διαδικασία της καταβύθισης σε τέτοιες προσωπικότητες είναι πάντα επίπονη, ανεξάρτητα από το φύλο.
Προσωπικά προσπαθώ να συνδεθώ με τον συγγραφέα του έργου κάθε φορά. Για μένα, η ερώτηση είναι πιο αρχέγονη: Τι έκανε έναν συγγραφέα να ασχοληθεί με μια τέτοια γυναίκα και να την δημιουργήσει! Αν εκείνος μπόρεσε, οφείλω να μπορέσω κι εγώ, πρώτα απ’ όλα να τον αποκρυπτογραφήσω.
Κοιτώντας κανείς πίσω, θα δει μια προτίμησή σας στις γυναικείες κεντρικές φιγούρες, καθώς έχετε σκηνοθετήσει και τη «Μήδεια». Τι είναι αυτό που σας γοητεύει σ’ αυτές τις τραγικές, όπως αποδεικνύεται, ηρωίδες;
Αν πάμε πίσω, θα βρούμε και την «Οδύσσεια» (ραψωδία έψιλον), όπου ο βασικός ρόλος είναι ο Οδυσσέας, έμβλημα της ανθρώπινης φύσης, και ο Αγαμέμνων που προανέφερα, ένας ρόλος μεγάλου απολογισμού και συνειδησιακών συγκρούσεων.
Για μένα, αυτές οι μορφές (Μήδεια – Έντα Γκάμπλερ) δεν είναι γυναίκες, είναι σύμβολα. Συγκεντρώνουν τόσο γυναικεία, όσο και ανδρικά χαρακτηριστικά, συμπυκνώνουν την ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό και είναι έργα που ερεθίζουν τις πιο εσωτερικές μας χορδές, ανδρών και γυναικών. Με την Έντα δεν ταυτίζονται μόνο οι γυναίκες, η Έντα Γκάμπλερ είμαστε όλοι οι άνθρωποι που δεν μπορούν να τα βρουν με τον εαυτό τους, που συνθλίβονται μέσα σ’ έναν κοινωνικό κλοιό χειρισμών και συμφερόντων.
Οι μεγάλοι ρόλοι ξεπερνούν το φύλο τους κι επικοινωνούν με όλους τους ανθρώπους, ανεξαιρέτως. Γι’ αυτό και οι καλλιτέχνες που τους ενσαρκώνουν, δανείζονται χαρακτηριστικά ανδρικά και γυναικεία για τη σύνθεσή τους. Στόχος δεν είναι να δω μια γυναίκα ή έναν άνδρα στη σκηνή, αλλά ένα πρόσωπο μεγάλης χωρητικότητας!
Το έργο έχει, πράγματι, μία πολύ ευρηματική σκηνοθεσία και αρκετά αφαιρετική. Πόσο απαιτητική μπορεί να είναι μία τέτοια προσέγγιση για τον ηθοποιό;
Αναλαμβάνω κάτι με την ιδιότητα του σκηνοθέτη όταν έχω κάτι να πω, τόσο ως κατάθεση ιδεών, όσο και ως τρόπο. Πίσω από ένα ανέβασμα, υπάρχει πάντα ο τρόπος σκέψης του σκηνοθέτη, και το στοίχημα για μένα είναι αν θα μπορέσει να επικοινωνήσει αυτό που σκέφτομαι εγώ, με αυτό που προσλαμβάνει ο θεατής. Όταν συμβαίνει αυτό, για μένα είναι η μεγαλύτερη επιβράβευση.
Ο φορέας αυτής της επικοινωνίας είναι ο ηθοποιός. Η πρώτη μεγάλη, λοιπόν, δυσκολία είναι να καταφέρεις να δώσεις στον ηθοποιό να καταλάβει τον τρόπο σκέψης σου και, το κυριότερο, να τον εμπνεύσεις και να συμφωνήσει με αυτόν. Αυτό είναι από τα πιο δύσκολα στάδια της δουλειάς, γιατί είναι ουσιαστικά η εποχή που προσπαθείς να δημιουργήσεις έναν κώδικα επικοινωνίας με τους συνεργάτες σου. Είναι η πιο κρίσιμη περίοδος.
Σκηνοθέτης μεν, αλλά και ηθοποιός στην παράσταση, καθώς υποδύεστε τον Γιόργκεν Τέσμαν, σύζυγο της Έντα Γκάμπλερ. Αυτό πώς ακριβώς λειτουργεί για εσάς στην πράξη – οι ευκολίες του, οι δυσκολίες του, οι ενδεχόμενοι προβληματισμοί μιας τέτοιας διπλής ιδιότητας;
Το γοητευτικό αυτής της διπλής ιδιότητας είναι ότι, αφήνοντας πίσω σου τη σκηνοθεσία, γίνεσαι κι εσύ μέρος μιας συνολικής διαδικασίας και βλέπεις πώς ενεργεί αυτή μέσα στην ομάδα. Ουσιαστικά, προσπαθείς να επαληθεύσεις τη σκηνοθεσία σου πάνω στον ίδιο σου τον εαυτό.
Είναι δύσκολο, γιατί πρέπει συγχρόνως να επανεξετάζεις τη σκηνοθετική ματιά και να παίρνεις απόσταση από αυτήν για να παίζεις τον ρόλο σου, και να μη διασπάς την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση με τους συμπαίκτες σου. Είναι μια άσκηση που με αφορά πολύ! Πιστεύω ότι με «διευρύνει» και δεν με αφήνει να επαναπαύομαι.