Του κάνει εντύπωση που πολλοί ακόμη τον εντάσσουν στους ηθοποιούς της νέας γενιάς “Ο πιο μικρός της γενιάς μου, παίζει ήδη 25 χρόνια!”, λέει χαμογελώντας. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ανήκει σε μια παρέα ηθοποιών που προκάλεσε αίσθηση όταν έκανε την εμφάνισή της στο θέατρο και την τηλεόραση. Και, το σημαντικότερο, η εν λόγω παρέα κατάφερε να διατηρήσει αυτή τη θετική αίσθηση στο πέρασμα των χρόνων, με την ξεχωριστή, εντός και εκτός σκηνής, προσωπικότητά της. Πριν τον γνωρίσω, είχα την εικόνα ενός ανθρώπου με έντονες αντιθέσεις. Την επιβεβαίωσα. Μόνο που αυτές οι αντιθέσεις συνθέτουν έναν ιδιαίτερα ταλαντούχο άνθρωπο, ηθοποιό και σκηνοθέτη, ο οποίος ψάχνει και επιδιώκει συντροφιά με τον ανήλικο εαυτό του, το ωραίο, το δημιουργικό, το γνήσιο, σ’ ένα κόσμο που ωριμάζει βασανιστικά αργά…
Συνέντευξη στον Θεόδουλο Παπαβασιλείου
Σου αρέσει να επικοινωνείς μέσω των συνεντεύξεων με το κοινό ή προτιμάς κυρίως μέσα από τις παραστάσεις και το έργο σου;
Κυρίως μέσα από τις παραστάσεις. Αλλά και το να μπορείς να επικοινωνείς, μιλώντας για τις παραστάσεις σου, το έργο σου, λέγοντας παράλληλα και τη γνώμη σου για την πραγματικότητα, πολλές φορές είναι και ιαματικό, σου κάνει καλό…
Παρακολουθώντας λίγο την πορεία σου, τις συνεντεύξεις σου κ.λπ., έχω οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι είσαι μια προσωπικότητα με πολλές αντιθέσεις. Να το κάνω πιο συγκεκριμένο. Είσαι και άνθρωπος εύκολος, ξεκινάς με καλή πίστη, καλή θέληση να ακούσεις, να συζητήσεις με τον άλλον, αλλά βγάζεις και κάτι το δυσπρόσιτο παράλληλα… Δεν είσαι ο άνθρωπος που θα δει κάποιος στο δρόμο, θα τον αγκαλιάσει κτλ.
Τα δύο πράγματα δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους… Όχι, δυσπρόσιτος δεν μπορώ να σου πω ότι είμαι, αλλά δεν είμαι και το είδος του ανθρώπου που κάποιος θα γυρνούσε σε κάποια στιγμή να τον αγκαλιάσει στο δρόμο…. Αν και συχνά, οι άνθρωποι μιλάνε στο δρόμο πολύ ανοιχτά, πολύ γλυκά και πολύ καλοπροαίρετα και είναι ευχάριστο αυτό. Επειδή, συνήθως, σε αναγνωρίζουν από κάτι που έχεις κάνει και με κάποιο τρόπο έχει επηρεάσει τη ζωή τους, ο τρόπος που σε αντιμετωπίζουν είναι συνήθως πολύ γλυκός… Έχεις ένα πρόσθετο κέρδος άμα κάνεις τη δική μου τη δουλειά: σου φέρονται συχνά οι άνθρωποι πολύ καλά… Σε αντιμετωπίζουν σαν οικείο τους πρόσωπο, σου χαμογελούν, σου λένε καλημέρα…
Θα επιμείνω λίγο στις αντιθέσεις… Μου δίνεις λίγο την αίσθηση της jazz με την έννοια του αυθόρμητου, του αυτοσχέδιου, του συναισθήματος κ.λπ., αλλά παράλληλα και την αίσθηση του “καλοενορχηστρωμένου”, του προγραμματισμένου, του αυστηρού…
Και να ισχύει αυτό που λες και να μην ισχύει, είναι η δική σου θεώρηση. Αλλά έτσι κι αλλιώς, όλοι οι άνθρωποι μέσα στις αντιθέσεις μας επιβιώνουμε και υπάρχουμε… Όλοι είμαστε μια σύνθεση από αντιθέσεις και από αντιφάσεις…
Τέσσερις παραστάσεις φέτος, δύο σε επανάληψη και δύο καινούριες. Μου είπες πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη ότι λειτουργείς καλύτερα υπό πίεση…
Στο θέατρο όποιος δεν λειτουργεί υπό πίεση δεν μπορεί να κάνει δουλειά… Το θέατρο, όσο καλά και να το προγραμματίσεις, όσο και να έχεις φτιάξει και σχεδιάσει από πριν τη σκηνοθεσία, την υποκριτική, τι πρόκειται να γίνει κ.λπ., επειδή είναι μια τέχνη που απαιτεί ανθρώπους να δουλέψουν ταυτοχρόνως και από κοινού, ζωντανά πάνω σε ένα αποτέλεσμα, λειτουργεί πάντα σε συνθήκες πίεσης… Είναι λίγο όπως λειτουργούν οι αθλητικές ομάδες στους αγώνες, στα πρωταθλήματα. Κάνουν προπονήσεις, οργανώνονται, αλλά, όσο πλησιάζουν οι μέρες για να βγουν στο γήπεδο να παίξουν, η πίεση που ασκείται πάνω τους λειτουργεί υπέρ της ομάδας, εάν υπάρχει καλή προετοιμασία. Κάπως έτσι είναι και στο θέατρο. Όσο πλησιάζει το διάστημα των τελευταίων εβδομάδων πριν την πρεμιέρα, ο χρόνος συμπυκνώνεται και είναι απολύτως βέβαιο ότι, σε οποιαδήποτε συνθήκη πρόβας, η πρόοδος τις τελευταίες δύο εβδομάδες είναι γεωμετρική σε σχέση με τις προηγούμενες που είναι αριθμητική.
Ποιες παραστάσεις “τρέχεις” αυτή την περίοδο;
Η μία είναι ο “Θεός της σφαγής” που παίζω στο Θέατρο Αθηνών μαζί με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, τη Στεφανία Γουλιώτη και τη Λουκία Μιχαλοπούλου. Πέρυσι σημείωσε, ομολογώ, ανέλπιστη επιτυχία. Ήταν μια παράσταση που τερμάτισε ανάμεσα στις πρώτες εμπορικά και είχε και πάρα πολύ μεγάλη αποδοχή και από κριτικούς και από κοινό. Είναι μια πολύ ωραία ιστορία, από αυτές που αρέσουν σ’ εμένα, γιατί έχει μια πολύ απλή υπόθεση τεσσάρων αστών, δύο ζευγαριών που συναντιούνται να συζητήσουν ένα θέμα που αφορά τον τσακωμό των παιδιών τους στο σχολείο. Προσπαθούν ευγενικά και πολιτισμένα να επιλύσουν το πρόβλημα και καταλήγουν να φερθούν πιο βάρβαρα, πιο πρωτόγονα και πιο ανήλικα ακόμη και από τα παιδιά τους. Γιατί ακριβώς δεν μπορούν να κατασιγάσουν τον πρωτόγονο εαυτό τους που προκύπτει. Είναι ένα έργο που μας διδάσκει, με έναν πολύ εύθυμο και αστείο τρόπο για τους θεατές, καθόλου αστείο για τους ίδιους τους ήρωες, ότι τα εργαλεία του πολιτισμού που έχουμε δεν αρκούν.
Ή δεν τα αξιοποιούμε σωστά…
Και σωστά να τα αξιοποιήσουμε δεν αρκούν. Δεν αρκεί το ευτυχές γεγονός ότι είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι του δυτικού κόσμου και έχουμε, από το Διαφωτισμό και μετά -και πολύ πιο πριν ακόμη- εφεύρει εργαλεία με βασικό στόχο να μπορούμε να ζούμε μαζί σε ζευγάρια, σε μικρότερες και σε μεγαλύτερες κοινότητες…
Απωθημένα βγάζουν και οι πρωταγωνιστές στο “Για όνομα”, τη δεύτερη παράσταση που παίζει σε επανάληψη φέτος, με τους Σταυροπούλου, Χατζηπαναγιώτη, Μουρατίδη, Κωνσταντάκη και Λουδάρο στο Θέατρο Αλίκη.
Είναι άλλου είδους όμως… Εκεί έχουμε να κάνουμε με κρυμμένα μυστικά και με σκοτεινές γωνιές, που υπάρχουν ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι ήδη πολύ κοντινοί… Είναι στενοί φίλοι από παιδιά. Κι αν μας δείχνει κάτι το “Για όνομα” είναι ότι τους φίλους μας τους έχουμε και τους κρατάμε, όχι για αυτό που είναι, αλλά παρά το γεγονός ότι είναι αυτό που είναι. Οι φίλοι σου δεν είναι αυτοί με τους οποίους θα τσακωθείς, αλλά είναι αυτοί που πιθανώς θα τσακωθείς πάρα πολύ και ταυτοχρόνως το γυαλί δεν θα ραγίσει, θα επιβιώσει… Οι σχέσεις δηλαδή που αξίζουν, είναι οι σχέσεις που μπορούν να δοκιμαστούν πολύ ισχυρά… Στο “Για όνομα” έχουμε σχέσεις ανθρώπων κοντινών. Στο “Θεό της σφαγής” έχουμε σχέσεις ανθρώπων που προκύπτουν εξ ανάγκης.
Ωστόσο, πάλι έχουμε να κάνουμε με απωθημένα, συμπλέγματα, παιδικές επιθυμίες… Μπορούμε κάποια στιγμή, μεγαλώνοντας, να απαλλαγούμε από αυτά;
Όχι. Ούτε θα ήταν σκοπός μας να απαλλαγούμε…
Τα κουβαλάμε μια ζωή;
Τα κουβαλάμε μια ζωή και θα έπρεπε να τα κουβαλάμε, νομίζω… Ειδικά τα πράγματα που μας συνδέουν με τον ανήλικο εαυτό μας, αν ξέρουμε να τα χρησιμοποιήσουμε, είναι πολύ πολύτιμα. Γιατί είναι εκείνος ο εαυτός μας, ο ανήλικος, ο οποίος ήταν ο πιο γνήσιος. Οπότε, το να θυμόμαστε τις επιθυμίες του ή τι πίστευε ή τι ζητούσε, μπορεί να μας φανεί πολύ χρήσιμο στην ενήλικη ζωή μας.
Εσύ τι κουβαλάς από παιδί;
Δεν μπορώ να στο ορίσω, αλλά πάντως σίγουρα καταγράφεται μέσα στα πράγματα που κάνω. Ειδικά, αν είσαι καλλιτέχνης, τον ανήλικο εαυτό σου τον χρησιμοποιείς και τον φροντίζεις και διατηρείται στη ζωή, γιατί αλλιώς δεν γίνεται. Δεν μπορείς να μένεις στη σκηνή, εάν δεν έχεις αυτή την ανήλικη πλευρά, την πλευρά σου που δεν έχει, ας πούμε, ακόμη οριστικοποιηθεί σε ένα σοβαρό ενήλικο. Από εκεί παίρνεις υλικό και πηδάς πάνω στη σκηνή.
Να πούμε λίγο και για τις άλλες δύο παραστάσεις…
Μόλις ξεκίνησε και η “Δεύτερη φωνή” των Παπαθανασίου και Ρέππα στο Θέατρο Αποθήκη, με τη Νένα Μεντή, τη Δανάη Σκιάδη, τον Γιώργο Ζιόβα, τον Κωνσταντίνο Γαβαλά, τον Δημήτρη Σαμόλη και τον Γιώργο Κατσή. Είναι ένα από τα δραματικά έργα των Παπαθανασίου-Ρέππα, το οποίο καδράρει στην ελληνική μεταπολίτευση, στη δική μας εποχή και στο τι μας έφερε ως εδώ. Μέσω μιας οικογένειας και μέσω μιας πολύ έξυπνης και αστείας -στην αρχή- υπόθεσης. Μια τραγουδίστρια που ήταν δεύτερη και ξεκίνησε να τραγουδάει με το Μανώλη Μητσιά και το Γιώργο Νταλάρα, εκείνη την εποχή του ΄60-΄70, αλλά μετά βγήκε η Άννα Βίσση και επικράτησε, μια γυναίκα τέλος πάντων με απωθημένα, με πράγματα που δεν έγιναν στη δική της τη ζωή, στο ελληνικό αμερικάνικο όνειρο, που προσπαθεί να τα περάσει στην κόρη της. Με έναν σύζυγο-πατέρα των παιδιών που ήταν ήρωας του Πολυτεχνείου, αλλά ο οποίος δεν το εκμεταλλεύτηκε αναλόγως. Δεν πήρε οφίτσια και θέσεις και τα λοιπά… Και με έναν πολύ έξυπνο και διαυγή τρόπο μιλάει το έργο για μας. Πιο πολύ για μας, για την κατάσταση που είμαστε τώρα, δεν θα μπορούσε να μιλήσει. Και το τέταρτο έργο είναι ο “Αύγουστος” του Τρέισι Λετς, ένα έργο πολυβραβευμένο στο εξωτερικό, που έχει κάνει πολύ μεγάλη επιτυχία όπου έχει παιχτεί και που έχει γίνει και ταινία, κατά τη γνώμη μου όχι πετυχημένη, με τη Μέριλ Στριπ και την Τζούλια Ρόμπερτς. Είναι η ιστορία μιας οικογένειας του αμερικάνικου Νότου, η οποία θα μπορούσε, όμως, να είναι και μια οικογένεια δική μας, του ελληνικού κάμπου ας πούμε. Και ο “Αύγουστος” είναι από τα έργα που μου αρέσει πολύ να ασχολούμαι μαζί τους, γιατί είναι και αυτός σε μια κόψη περίεργη, μιας κατάστασης πολύ μαύρης για τους ήρωες, που ακριβώς όμως επειδή είναι πολύ μαύρη και απελπιστική για τους ήρωες, φτάνει το αποτύπωμά της στο κοινό με έναν τρόπο που συχνά είναι πολύ αστείος. Και αυτό έχει ένα καστ εξαιρετικό. Θα ανέβει στο Θέατρο Χορν από τα μέσα Δεκεμβρίου με τους Μπαζάκα, Πρωτόπαππα, Βολιώτη, Ασλάνογλου, Μυλωνά, Βακούση, Κατσιαδάκη, Κούκιο, Αλεξίου, Ανταλόπουλο, Τουμάση και Αρζόγλου. Πολύ ωραίο έργο! Χαίρομαι πολύ που ξεκινάω πρόβες σε αυτό. Αυτά κάνω!
Αυτά τα λίγα! Αν δεν κάνω λάθος, μέχρι την παράσταση “Σλουθ”, εσύ δεν συνήθιζες να επαναλαμβάνεις για δεύτερη χρονιά κάποιο έργο…
Δεν είχα κάνει επαναλήψεις. Στα πρώτα χρόνια βιάζεσαι. Θέλεις να κάνεις όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Έχεις την τάση μιας μικρής βιασύνης. Ναι, δεν πολύ ήθελα.
Μετά από αυτό, όμως, έχουμε “Σλουθ”, “Πουπουλένιο”, “Θεό της σφαγής”…
Ναι, το “Σλουθ” ήταν τρία χρόνια, ο “Πουπουλένιος” ήταν δύο, ο “Θεός” είναι δύο..
Οι επαναλήψεις γίνονται καθαρά λόγω εμπορικής επιτυχίας;
Καταρχάς έχει σημασία το τι επαναλαμβάνεις, δηλαδή αν είναι κάτι το οποίο αγαπάς πάρα πολύ, σχεδόν δεν θέλεις να το αφήσεις. Στον “Πουπουλένιο” και στο “Θεό της σφαγής” που είναι πιο πρόσφατα, σκεφτόμασταν στο τέλος του πρώτου χρόνου ότι θα ήταν πολύ μεγάλη η στεναχώρια μας, εάν δεν συνεχίζαμε. Γιατί ήταν σε τέτοιο βαθμό ιδανικές οι συνθήκες της παράστασης που φτιάξαμε, της αποδοχής από τον κόσμο, της σχέσης μεταξύ μας, που θα μας φαινόταν πολύ στενάχωρο το να τελείωνε τόσο γρήγορα η σχέση αυτή. Προφανώς παίζει ρόλο η εμπορική επιτυχία, αλλά παίζει ρόλο και κάτι που μου έμαθε ο παραγωγός μου του θεάτρου Αθηνών, ο Κάρολος Παυλάκης, που είναι πολλές δεκαετίες εκεί και που είναι σωστό: όταν έχεις μια επιτυχία που ο κόσμος θέλει να τη δει, ένα έργο που έχει μια μεγάλη αποδοχή από το κοινό, δεν το ξαναπαίζεις μόνο για σένα, το κάνεις και για αυτούς. Δεν μπορείς να αποσύρεις ένα έργο γρήγορα, όταν ο κόσμος θέλει να το δει.
Ακούγοντας και διαβάζοντας τα σχόλια σου για όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια, βγάζω το συμπέρασμα ότι είσαι ένας αισιόδοξα απαισιόδοξος άνθρωπος… Επιμένω στις αντιθέσεις, όπως βλέπεις…
Η φύση μου είναι πολύ αισιόδοξη. Απλώς μερικές φορές σκέφτομαι ότι ο απαισιόδοξος είναι ένας καλά ενημερωμένος αισιόδοξος.
Έχεις τονίσει πολλές φορές ότι αλλάζουν τα πράγματα, αλλά πολύ αργά…
Είναι αλήθεια ότι αλλάζουν αργά…
Αυτό έχει μια νότα αισιοδοξίας, αλλά και απογοήτευσης – απαισιοδοξίας παράλληλα.
Όχι, αυτό έχει μια γνώση της πραγματικότητας. Η πραγματικότητα αλλάζει και αλλάζει και συνέχεια…Κάτι που δεν γνωρίζαμε, είναι ότι μπορεί ο κόσμος μας και η ζωή μας να αλλάξουν προς το χειρότερο. Αυτό δεν το περιμέναμε, δεν είχαμε κανένα τέτοιο δείγμα στα προηγούμενα χρόνια… Ζήσαμε σε μια εποχή που όλα πήγαιναν προς τα πάνω. Μαζί ζήσαμε την Ελλάδα του 2004, που νομίζαμε ότι ζούμε σε άλλη χώρα, γεμάτη επιφανειακές νίκες, νίκες όμως, έτσι; Με Ολυμπιακούς αγώνες που έγιναν την τελευταία στιγμή, έγιναν όμως, κι έγιναν και καλά. Με πράγματα που είχαμε λόγους να μας κάνουν υπερήφανους. Μια χρονιά που ταυτοχρόνως είχαμε κερδίσει και το Euro και τη Eurovision, άνοιγαν τα αεροδρόμια, άνοιγε η Αττική Οδός κι εμείς αισθανόμασταν ότι είμαστε σε απόλυτη σύγκλιση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, οι οποίες μας φαίνονταν, επίσης, ότι είναι χώρες με ελάχιστα προβλήματα, με πολιτισμό, με ανθρώπους ανεκτικούς και ανοιχτούς. Δεν φανταζόμασταν ούτε τι θα ενσκήψει σε μας, ως οικονομική κρίση, ούτε κυρίως ως διάλυση των συνεκτικών ιστών που μας ενώνουν. Ούτε φανταζόμασταν ότι θα προέκυπτε στην Ευρώπη αυτός ο αντί-Διαφωτισμός και η τάση για απομονωτισμό που εμφανίζεται σε πολλές χώρες, σε όλο το δυτικό κόσμο. Αλλά έτσι είναι η ζωή. Κινείται όπως κινούνται οι εποχές, αλλάζει. Έτσι αλλάζει και η κοινωνική μας ζωή και έτσι μας μετακινεί συνέχεια η ιστορία σε διαφορετικά σημεία. Αφελώς πιστέψαμε εμείς ότι θα είμαστε ακίνητοι ή τέλος πάντων θα είμαστε σε μια διαρκή άνοδο. Ε, τώρα το μάθαμε! Αλλά και τώρα που είμαστε προς τα κάτω και τώρα που αναρωτιόμαστε “πού θα πάει, ρε παιδί μου, αυτή η κατάσταση;” και τώρα που νιώθουμε όλοι μας πιο απελπισμένοι και πιο μελαγχολικοί και σίγουρα πιο αγχωμένοι από ό,τι ήμασταν παλιότερα, πάλι η ζωή κινείται. Κινείται και κάποια στιγμή θα κινηθεί εκ των πραγμάτων, αναπόφευκτα, προς τα μπρος…
Μας καταδυναστεύει ο “Θεός της σφαγής”, γι’ αυτό δεν μπορούμε και, κυρίως, οι πολιτικοί, να εντοπίσουμε το πρόβλημα, να αποφασίσουμε κοινές λύσεις και να δράσουμε; Ή μας “μπλοκάρει” ο “Θεός της αδιαφορίας” και του βολέματος;
Οι άνθρωποι δεν είμαστε ένα πράγμα, ούτε οι κοινωνίες δεν είναι ένα πράγμα. Και οι πολιτικοί τους δεν έρχονται από το πουθενά, ούτε έρχονται από τον Άρη ούτε είναι εξωγήινοι, έτσι; Τους εκλέγουμε. Είναι σάρκα από τη σάρκα μας, δικά μας παιδιά είναι. Έχουν όλα τα ελαττώματά μας και όλα τα προτερήματά μας.
Σίγουρα δεν είναι όλοι ίδιοι, αλλά από άποψη πολιτικής τι διαφορετικό έχεις δει τα τελευταία χρόνια, που έχουν αλλάξει τόσες κυβερνήσεις;
Οι κοινωνίες έχουν τους πολιτικούς που τους αξίζουν, που καθρεφτίζουν τις ανάγκες τους. Θα έπρεπε οπωσδήποτε ο πολιτικός, όπως οι καλλιτέχνες ή οι αθλητές μιας κοινωνίας, να στέκεται λίγο ψηλότερα από την κοινωνία. Μπορεί να προκύπτουμε μέσα από την κοινωνία, αλλά μέρος της ευθύνης μας είναι να στεκόμαστε και λίγο ψηλότερα, να μπορούμε να παρατηρούμε και να μπορούμε μέσα από το έργο μας, μέσα από αυτά τα πράγματα που λέμε να βοηθάμε προς μια κατεύθυνση. Ο πολιτικός, ναι μεν προέρχεται από την κοινωνία, αλλά θα έπρεπε, αυτός ο οποίος φτάνει στα ύπατα αξιώματα, να είναι το καλύτερο δείγμα της. Να είναι ο πιο ηθικός, ο πιο ικανός να οδηγήσει μεγάλες ομάδες προς μια σωστή κατεύθυνση. Οι πολιτικοί μας έφτασαν στο σημείο να έχουν ανάγκη, όχι απλά να εκπροσωπούν τους πολίτες, αλλά να τους μοιάζουν. Να τους μοιάζουν με το χειρότερο τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη τον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή. Αυτό είναι το πρόβλημα… Παρόλα αυτά, αυτούς εκλέγουμε! Αυτούς εκλέγαμε επί δεκαετίες βάσει μιας άρρητης συμφωνίας ότι, “εμείς θα σας εκλέγουμε κι εσείς θα μας ικανοποιείτε τα αιτήματά μας”…
Άρα, φτάνουμε στο “βόλεμα” ή στην κακή εκπαίδευση των πολιτών…
Ξεκινάνε όλα από αυτό που είπες, από κακή εκπαίδευση. Και πάλι, δεν μπορώ να κατηγορήσω τους ανθρώπους της μεταπολίτευσης, αυτούς με τους οποίους καταπιάνεται η “Δεύτερη φωνή” των Ρέππα και Παπαθανασίου, για το γεγονός ότι είδαν τη ζωή τους σαν μια ευκαιρία ευμάρειας και το κράτος σαν λάφυρο, γιατί αυτό τους δόθηκε ως πεδίο και αυτό χρησιμοποίησαν. Τόσα ήξεραν, τόσα έκαναν. Ξέρεις, πολλές φορές με πιάνει μια φοβερή απογοήτευση με αυτά που βλέπω γύρω μου, την οποία μοιράζομαι, φαντάζομαι, και με σένα και με τους περισσότερους. Από την άλλη λέω, “Τι να κάνουμε; Τώρα ήρθε η ώρα να πάρουμε ένα μάθημα και να το δώσουμε και στους επόμενους και στα παιδιά μας… Τώρα παίρνουμε το μάθημα. Τώρα το μαθαίνουμε”.
Το γεγονός ότι έχεις ένα παιδί ενισχύει τις ανησυχίες και τους φόβους σου για αυτά που ζούμε, για αυτά που θα έρθουν;
Βέβαια και τους ενισχύει. Ταυτόχρονα, επειδή σου λέω πιστεύω ότι τα πράγματα αλλάζουν, απλώς δεν αλλάζουν με την ταχύτητα που μπορεί να γίνει παρατηρήσιμη σε μία ανθρώπινη ζωή, σε μια γενιά, ξέρω ότι κάποια στιγμή τα παιδιά μας ή τα εγγόνια μας θα ζήσουν σε μια χώρα που θα είναι καλύτερη από τη δική μας. Γιατί τα πράγματα, καθώς χειροτερεύουν, ταυτοχρόνως βελτιώνονται. Το καλό και το κακό συνυπάρχουν. Στο λέω έτσι, επειδή μιλήσαμε από την αρχή για αντιθέσεις. Τα πράγματα μπορούν ταυτοχρόνως και να βελτιώνονται και να χειροτερεύουν. Σε κάποια πράγματα προοδεύουμε, σε κάποια πράγματα υστερούμε και χειροτερεύουμε. Και αυτή είναι μια πάλη που γίνεται διαρκώς. Και δεν καταλήγει. Δεν είναι οριστική. Δεν πιστεύω δηλαδή ότι θα φτάσει ποτέ ο ανθρώπινος πολιτισμός σε μια στιγμή που θα πούμε “Απ! Φτάσαμε! Το τέλος της ιστορίας! Τώρα η μπάλα έκατσε και τελειώσαμε! Λύθηκαν τα προβλήματα!”. Έτσι; Δεν θα γίνει αυτό. Άσε που μετά, τι θα κάναμε;
Η τέχνη στην παρούσα φάση, στις παρούσες συνθήκες που ζούμε, πρέπει να δώσει κάτι παραπάνω ή πρέπει να αρκεστεί στα έτσι κι αλλιώς διαχρονικά της μηνύματα;
Δεν μπορώ να σου πω τι πρέπει να κάνει. Μπορώ να σου πω, όμως, τι νομίζω ότι κάνει. Εκ των πραγμάτων η τέχνη μιας εποχής εκφράζει τη στιγμή της. Εκφράζει τη στιγμή στην οποία γεννήθηκε και αυτό δεν σημαίνει ότι το σύνολο της τέχνης που θα παράγουμε τώρα, θα πρέπει να ασχολείται, ας πούμε, με τα άμεσα θέματα της χώρας, γιατί δεν παράγουμε χρονογραφήματα, δοκίμια, επιθεωρησιακά νούμερα. Ασχολούμαστε κάθε φορά με την ανθρώπινη περιπέτεια στο σύνολό της. Κι ο σκοπός μας είναι να είμαστε διαχρονικοί και να είμαστε παντοτινοί. Δεν είναι σκοπός να μιλάμε ειδικά και μόνο για την εποχή μας. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, όπως ένας άνθρωπος δεν μπορεί παρά να διηγηθεί τις ιστορίες που τον αφορούν, όσο μακριά κι αν πάει στις διηγήσεις του, πάλι για τον εαυτό του θα μιλήσει, έτσι και η τέχνη μιας εποχής, όσο μακριά κι αν πάει στις διηγήσεις της, στις ιστορίες με τις οποίες καταπιάνεται, για την εποχή της θα μιλήσει. Είναι αναπόφευκτο. Εκ των πραγμάτων, δηλαδή, η τέχνη η σημερινή μιλάει για την εποχή τη σημερινή, είτε με έναν πολύ άμεσο τρόπο -έργα που γίνονται για να μιλήσουν για το πρόβλημα της μετανάστευσης, υπάρχουν, για το θέμα το βαρύτατο της προσφυγιάς, υπάρχουν, για την διάλυση ας πούμε της αίσθησης ότι είμαστε μία κοινωνία ολόκληρη, αυτής της ψευδαίσθησης μάλλον που είχαμε, υπάρχουν- και ταυτοχρόνως υπάρχουν και όλα τα υπόλοιπα, ως όφειλαν.
Το χειροκρότημα πώς το εκλαμβάνεις στην μετά τα 40 περίοδο σε σχέση με την αρχή της καριέρας σου;
Στην αρχή, η αποδοχή είναι αυτό που αποζητάς, έτσι και με ένα… Όταν είσαι ένας άνθρωπος που θέλει στη ζωή του να ανεβαίνει σε μια σκηνή και να σταματήσει τους άλλους από αυτό που κάνουν, για να τον προσέξουν, για να τους πει μέσω της υποκριτικής μία ιστορία, αυτό είναι μια πολύ βαθιά επιθυμία για προσοχή και αποδοχή. Οπότε, τα πρώτα χρόνια μας, κι όποιος δεν το παραδέχεται αυτό νομίζω ότι απλά δεν τολμά, σίγουρα περιέχουν μια μεγάλη ανάγκη αποδοχής, που την έχουμε πριν από όλα από τους συναδέλφους μας, από τους σκηνοθέτες μας, από τους δασκάλους μας και από το κοινό. Μεγαλώνοντας και όσο αυτή η αποδοχή έρχεται, είναι σαν να σου έχουν πει “Ναι, τι ήθελες; Ένα μικρόφωνο να μας λες ιστορίες; Να, πάρ’ το το μικρόφωνο! Στο δώσαμε. Τώρα το έχεις στα χέρια σου! Τι θα μας πεις; Έχεις κάτι να μας πεις;”. Τελειώνει κάποια στιγμή ο, ας πούμε, διαγωνισμός για το αν είσαι άξιος ή όχι να κρατάς το μικρόφωνο και έρχεται μετά το δεύτερο σοβαρότερο ερώτημα: “Τώρα που έχεις το μικρόφωνο τι ιστορίες θα μας πεις; Πώς θα μας μετακινήσεις; Πώς θα μας διαπεράσεις; Πώς θα μας συγκινήσεις; Τι θα μας μάθεις; Τι βλέπεις εσύ στη ζωή που είναι άξιο παρατήρησης, για να μας κάνεις να σταθούμε;”. Ενσκήπτουν, λοιπόν, αυτά τα ερωτήματα, που είναι και σοβαρότερα.
Εσένα στην παρούσα φάση σε συγκινεί περισσότερο, να λες ιστορίες ως σκηνοθέτης ή ως ηθοποιός;
Δεν έχω εγκαταλείψει την υποκριτική και δεν σκοπεύω. Αλλά το να φτιάχνω ένα μικρό σύμπαν από την αρχή ως το τέλος, για να πω μια ιστορία συνολικά, γιατί αυτό κάνει η σκηνοθεσία, με ευχαριστεί και με γεμίζει πάρα πολύ.
Τι άλλο σε γεμίζει;
Η σχέση μου με τους δικούς μου ανθρώπους, την οικογένειά μου και τους φίλους μου.
Και τι είναι αυτό που θα σε ρίξει στα πατώματα;
Στα πατώματα δεν ξέρω. Αλλά η παρακολούθηση της πραγματικότητας θέλει από όλους μας πολύ γερά νεύρα. Έτσι δεν είναι;
Έτσι ακριβώς… Σ’ ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την κουβέντα.
Κι εγώ.