Η μαμά, γνωστή influencer του Tik Tok, φτιάχνει τα μαλλιά της στο κομμωτήριο, που είναι δική της επιχείρηση. Στο αμέσως επόμενο βίντεο, η κομμώτρια φτιάχνει τα μαλλιά της κόρης, η οποία είναι-δεν-είναι έξι χρόνων. Σε άλλο βίντεο, η κόρη δοκιμάζει ρούχα με τη μαμά της, από άλλη επιχείρηση της τελευταίας. Είναι ρούχα για μαμά και κόρη. Αλλάζουν τουλάχιστον πέντε ρούχα, πράγμα που σημαίνει, για όποιον ξέρει από δημιουργία περιεχομένου, ότι τους πήρε αρκετή ώρα. Φυσικά, σε πολλά άλλα βιντεάκια, η μικρή κάνει χαριτωμενιές και σκέρτσα, ενώ εσχάτως έχει μπει στο παιχνίδι και η αδελφή της, ένα μωρό ούτε ενός έτους.
Σκρολάροντας στην οθόνη σου, και ανεβοκατεβαίνοντας τους διαδικτυακούς τοίχους, κυρίως του Tik Tok και του Instagram, ένα σωρό ακόμα παιδιά θα έρθουν μπροστά σου, μόνα τους ή με τους κηδεμόνες τους, για να σε κάνουν να χαμογελάσεις με την αθωότητα και παιδικότητα τους. Αρκετά από αυτά, σε κάποιο χορηγούμενο βίντεο, θα διαφημίζουν κάτι: παιχνίδια, σοκολάτες, μπισκότα, σαμπουάν, μαγιό, ποδήλατα, οτιδήποτε. Η λίστα είναι ατελείωτη.
Μπορεί να μην είναι προϊόν που απευθύνεται σε παιδιά, αλλά σε ενήλικες – ένα προϊόν που διαφημίζει η μαμά τους. Δεν έχει σημασία. Θα είναι από δίπλα κι αυτά για να ενισχύσουν την θέαση. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι ένα παιδί μας προδιαθέτει θετικά. Και το like μας, το οποίο είναι πολύ πιθανό να δώσουμε, θα το κερδίσει ο κηδεμόνας, εκείνος που έχει ανοίξει εξαρχής το προφίλ.
Το φαινόμενο kidfluencer δίνει και παίρνει, αλλάζοντας τις δυναμικές στο τι θεωρούμε σωστό για τα παιδιά. Για την ακρίβεια, υπάρχουν δύο άκρα: Το ένα που δεν θέλει καθόλου να βγάζει τα παιδιά του στα κοινωνικά δίκτυα, και που, αν τα βγάλει, θα το κάνει μόνο υπό προϋποθέσεις, κρύβοντας πολλές φορές με ένα αυτοκόλλητο το πρόσωπό τους. Στο άλλο άκρο είναι οι γονείς που υπερεκθέτουν τα παιδιά τους, χρησιμοποιώντας τα για να αυξήσουν τη δική τους δυναμική σε ακόλουθους και likes, βάζοντάς τα ως δόλωμα προσέλκυσης χορηγών, ώστε να κερδίσουν χρήματα από τη διαδικτυακή τους παρουσία. Αυτό, φυσικά, απαιτεί κάποιες εργατοώρες δημιουργίας περιεχομένου που, στην πράξη, σημαίνει ότι αυτά τα παιδιά γίνονται ιδιότυποι εργαζόμενοι προς όφελος των κηδεμόνων τους.
Ενώ ρίχνουμε τόνους μελανιού καταδικάζοντας την παιδική εργασία, την ίδια στιγμή τη νομιμοποιούμε εμμέσως, μέσα από τον τρόπο διαχείρισης των κοινωνικών μας δικτύων. Αν, βέβαια, ρωτήσεις αυτούς τους γονείς, θα σου απαντήσουν ότι δεν πιέζουν το παιδί τους κι ότι το ίδιο το αντιμετωπίζει όλο αυτό σαν ένα παιχνίδι και το διασκεδάζει. Θα σου πούνε, επίσης, ότι το κάνουν για το καλό του, καθώς έτσι θεωρούν ότι του ανοίγουν ένα δρόμο ή ότι μαζεύουν λεφτά στον κουμπαρά του, τα οποία θα απολαύσει στο μέλλον. Κανείς, βέβαια, δεν μπορεί να ξέρει πώς ο κάθε γονιός διαχειρίζεται τη συμπεριφορά του παιδιού του και πόσο το πιέζει να γυρίσει ένα βίντεο όπου εκείνο θα πρωταγωνιστεί ή θα συμπρωταγωνιστεί, έστω. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να ελέγξει εάν και πώς ξοδεύονται τα λεφτά που βγάζουν οι μικροί πρωταγωνιστές των κοινωνικών δικτύων.
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι, έτσι, με την έκθεση τους στο αχανές διαδίκτυο, ανοίγεται γι’ αυτά ένας δρόμος που δεν είναι βέβαιο πού οδηγεί. Και ανοίγεται χωρίς τη συνειδητή επιλογή τους. Όταν αυτά τα παιδιά φτάσουν στην ενηλικίωση, θα έχουν πίσω τους ένα διαδικτυακό παρελθόν που θα τους ακολουθεί για πάντα και δεν θα μπορούν να το σβήσουν.
«Κάπως έτσι δεν συμβαίνει και με τα παιδιά που παίζουν σε διαφημίσεις, σειρές και ταινίες;», θα αντικρούσει κανείς. Κι εκείνα ξεκινούν μ’ έναν παρόμοιο τρόπο, με την απόφαση, όσο και τα έσοδα από την εργασία τους, να ανήκουν στον κηδεμόνα τους. Ίσως και να έχουν δίκιο όσοι χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο επιχείρημα, ωστόσο ο παρονομαστής είναι ίδιος. Εκείνο που σίγουρα διαφέρει, όμως, είναι η συνθήκη και οι αντιλήψεις που κουβαλά.
Το kidfluencing είναι μέρος της τάσης να κάνουμε τη ζωή μας ριάλιτι, προσδοκώντας μέσα απ’ αυτό δόξα και φήμη, και έπειτα, ίσως, χρήμα. Εκθέτουμε τους εαυτούς μας στα κοινωνικά δίκτυα για να προσελκύσουμε μάτια και likes. Μπορούμε να πούμε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τη ζωή μας προκειμένου να το καταφέρουμε. Να βάλουμε το κοινό μέσα στο σπίτι μας και να του δείξουμε τα άπλυτα μας, να ανοίξουμε τις σακούλες από τα ψώνια μας για να δει ο άγνωστος Χ τι πήραμε, και να ντυθούμε μπροστά του με το καινούργιο παντελόνι που αγοράσαμε.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, βάζουμε και τα παιδιά μας. Δεν εκθέτουμε απλώς το πρόσωπό τους, εκθέτουμε τη ζωή τους – το σπίτι τους, το δωμάτιο τους, τα παιχνίδια τους. Εκθέτουμε τις πράξεις και τα λόγια τους, τις αντιδράσεις τους, εκθέτουμε τις στιγμές τους, αυτές που θα έπρεπε να είναι ιδιωτικές και προστατευμένες από ξένα μάτια.
Δεν είναι μικροί ηθοποιοί που μπαίνουν σε ένα πλαίσιο για να υποδυθούν κάτι – είναι η μικρή Μαρία και ο μικρός Πέτρος που παίζουν, μιλάνε με τους γονείς τους, κλαίνε και τρώνε, λένε και κάνουν ό,τι λέει και κάνει ένα παιδί, με τη διαφορά ότι η μαμά και ο μπαμπάς τους βάζει το κινητό μπροστά και το καταγράφει προς τέρψη ενός αχανούς διαδικτυακού κοινού που αποζητά την κλειδαρότρυπα. Η οποία κλειδαρότρυπα, σε δεύτερο χρόνο, χρησιμεύει για να προωθήσει προϊόντα τοποθετημένα με απόφαση των γονιών στο παιδικό αυτό σύμπαν που γίνεται θέαμα, ένα ακόμα βίντεο για scroll.
Υπ’ αυτή την έννοια, η έκθεση της παιδικής ύπαρξης αποκτά άλλες συνισταμένες και προεκτάσεις. Και το μελλοντικό της αποτύπωμα δεν είναι ρόλοι αποτυπωμένοι στην οθόνη μέσα από το πρίσμα ενός σκηνοθέτη ή φωτογράφου, αλλά κλικς που φτιάχνουν μια εικονική πραγματικότητα, η οποία σε ακολουθεί για πάντα. Ένα παιδί που έχει μετατραπεί από τους γονείς του σε kidfluencer, δεν είναι δεδομένο ότι ως έφηβος και ως ενήλικας θα αποδεχτεί αυτό το εικονικό αποτύπωμα. Για την ακρίβεια, δεν ξέρει κανείς τι αντίκτυπο θα έχει στη ζωή του και αν θα το ωφελήσει μακροπρόθεσμα. Μπορεί να συμβεί και το αντίθετο.
Κι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το kidfluencing έχει πίσω του τις επιθυμίες, φιλοδοξίες και τη ματαιοδοξία των ενηλίκων, κρυμμένες πίσω από δικαιολογίες που θέλουν να το νομιμοποιήσουν και να το ωραιοποιήσουν. Να το παρουσιάσουν σαν αθώο παιχνίδι, σαν κανονικότητα που ήρθε με τα δεδομένα της νέας εποχής.
Καθόλου αθώο δεν είναι, και καθόλου κανονικό. Και οι κοινωνιολόγοι και ψυχίατροι του μέλλοντος θα έχουν να σημειώσουν πολλά γι’ αυτό, κάποτε.