«Μια από αυτές τις μέρες, θα χτυπήσω την πόρτα του διευθυντή και θα πετάξω τα χαρτιά της παραίτησής μου στο γραφείο του», ήταν το σχόλιο μιας νεαρής δικηγόρου κάτω από ένα βίντεο που παρακολούθησα πρόσφατα στο Tik Tok. Στο συγκεκριμένο βίντεο, ένα στέλεχος πολυεθνικής ενημέρωνε τους ακολούθους του για την τελευταία του ημέρα στην εταιρεία. Χρησιμοποιώντας ως hashtag τον αγγλικό όρο #RevengeQuitting, έστελνε περιχαρής την επιστολή παραίτησής του, διανθισμένη από οργή για τις άσχημες συνθήκες εργασίας. Οι υπόλοιποι χρήστες του δημοφιλούς μέσου κοινωνικής δικτύωσης επικροτούσαν την απόφασή του, με πολλούς να παραπέμπουν σε δικές τους παρόμοιες αποφάσεις παραίτησης από αντίστοιχα εργασιακά περιβάλλοντα.
Ξαφνικά στο μυαλό μου ήρθε η σκηνή από την ταινία «Ο διάβολος φοράει Prada», όπου λίγο πριν από το τέλος της, η Άντρεα Σακς (στον ρόλο η ρομαντική Αν Χάθαγουεϊ) παρατάει στα κρύα του λουτρού, και χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση, τη σιδηρά κυρία της μόδας και του περιβόητου περιοδικού “Runway”, Μιράντα Πρίστλεϊ (την οποία ενσαρκώνει η ανεπανάληπτη Μέριλ Στριπ). Η νεαρή γυναίκα, έχοντας ουσιαστικά φτάσει στα όρια της, εργαζόμενη σε μια δουλειά που δεν ανταποκρίνεται στα όνειρα και τις προσδοκίες της, βγαίνει από τη λιμουζίνα που τη μεταφέρει σε μια από τις δεξιώσεις στο πλαίσιο της εβδομάδας μόδας στο Παρίσι, και κάνει τη δική της επανάσταση πετώντας το κινητό της στο εμβληματικό Συντριβάνι των Θαλασσών στην Πλας ντε λα Κονκόρντ.
Βλέποντας αρχικά την αμερικανική αυτή κωμωδία, το μακρινό 2006, ενδεχομένως όλοι να σκεφτήκαμε ότι στην πραγματική επαγγελματική ζωή ουδείς εργαζόμενος θα έπραττε κάτι αντίστοιχο. Εκείνη την εποχή, οι περισσότεροι είχαμε επηρεαστεί από τον ζηλευτό κόσμο των επιχειρήσεων και των στελεχών με τα κουστούμια. Ταινίες όπως «Ο Λύκος της Wall Street» και τηλεοπτικές σειρές όπως το «Suits», αν και μεταγενέστερες χρονικά, όπου οι πρωταγωνιστές ζούσαν για να εργάζονται σε ένα μόνιμο επαγγελματικό περιβάλλον ανταγωνισμού, έμοιαζαν να ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μιας εποχής όπου η παραίτηση από μια εταιρεία, ακόμη κι αν έμοιαζε με εργασιακή γαλέρα, δεν ήταν πιθανή.
Το φαινόμενο του Revenge Quitting
Στις μέρες μας, η εκδικητική παραίτηση, όπως μεταφράζεται στα ελληνικά η τάση του Revenge Quitting, αναδύεται ως ένα από τα πιο ηχηρά φαινόμενα στο σύγχρονο εργασιακό τοπίο. Συγκεκριμένα, εκδικητική παραίτηση είναι όταν κάποιος παραιτείται από τη δουλειά του χωρίς επαρκή ειδοποίηση, ως εκδίκηση για τις τοξικές συνθήκες στον χώρο εργασίας.
Ουσιαστικά πρόκειται για την τάση των εργαζομένων να αντεπιτίθενται στις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι εργαζόμενοι εγκαταλείπουν απότομα μια δουλειά ως απάντηση σε αρνητικές εμπειρίες, όπως η έλλειψη αναγνώρισης, η εξουθένωση ή η απεμπλοκή από την κουλτούρα του χώρου εργασίας. Οι ειδικοί λένε ότι πρόκειται για μια αναπόφευκτη εξέλιξη στον χώρο εργασίας που διαμορφώνεται εδώ και χρόνια, με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και τις μεταβαλλόμενες προσδοκίες των γενεών, να επιταχύνουν αυτή την εργασιακή στροφή.
Η τάση αυτή ξεκίνησε να αποκτά δυναμική μετά την πανδημία, όταν πολλοί επανεξέτασαν τις προτεραιότητές τους, θέτοντας στο επίκεντρο την ψυχική τους υγεία και την ισορροπία προσωπικής ζωής και εργασίας. Το Revenge Quitting είναι κάτι περισσότερο από μια παραίτηση· είναι μια δήλωση απέναντι σε πρακτικές που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των σύγχρονων εργαζομένων. Είναι μια προσωπική, αλλά ταυτόχρονα και συμβολική πράξη που στοχεύει να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα απέναντι σε τοξικές εργασιακές κουλτούρες και κακές ηγετικές πρακτικές.
Η κουλτούρα των social media έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του φαινομένου. Εργαζόμενοι από όλο τον κόσμο μοιράζονται δημόσια τις εμπειρίες τους, κάνοντας viral ιστορίες εκδικητικής παραίτησης που εμπνέουν και άλλους να κάνουν το ίδιο. Αυτό έχει δημιουργήσει έναν διάλογο για το τι σημαίνει δίκαιη και αξιοπρεπής εργασία, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ανάγκη για αλλαγές στην εργασιακή κουλτούρα.
Το φαινόμενο συνδέεται ιδιαίτερα με τις γενιές των Millennials και των Gen Z. Οι νέες αυτές γενιές, έχοντας μεγαλώσει σε περιβάλλοντα με εύκολη πρόσβαση στην πληροφορία και στα κοινωνικά δίκτυα, αρνούνται να αποδεχτούν τα παραδοσιακά εργασιακά πρότυπα. Γι’ αυτούς η εκδικητική παραίτηση δεν είναι μόνο μια πράξη διαμαρτυρίας, αλλά και ένας τρόπος να επαναπροσδιορίσουν την επαγγελματική τους ταυτότητα, αναζητώντας περιβάλλοντα που σέβονται την αξία και τα όριά τους.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Gallup, τον γνωστό αμερικανικό οργανισμό σφυγμομέτρησης της Κοινής Γνώμης, η δέσμευση των εργαζομένων στις ΗΠΑ έχει πέσει σε χαμηλό 10 ετών. Η τάση του Revenge Quitting είναι όλη η συσσωρευμένη εργασιακή οργή που πηγάζει από τη συγκρατημένη δυσαρέσκεια ενός υπαλλήλου, ο οποίος αισθάνεται παγιδευμένος σε μια δουλειά που δεν αναγνωρίζει τις προσπάθειες που εκείνος καταβάλλει. Οι εργαζόμενοι φθάνουν στο σημείο να παραιτούνται απότομα ως απάντηση στις αρνητικές εμπειρίες, όπως είναι οι εντολές επιστροφής στα γραφεία της εταιρείας, αφήνοντας τη «βολική» τηλεργασία που είχε καθιερωθεί κατά την πανδημία, καθώς και οι απολύσεις άλλων στελεχών, οι οποίες μπορεί να χτυπούν καμπανάκι για το δικό τους μέλλον στην επιχείρηση.
«Ο µόνος τρόπος για να κάνεις σπουδαία δουλειά είναι να αγαπάς αυτό που κάνεις. Αν δεν το έχεις βρει ακόµα, συνέχισε να ψάχνεις. Μην συµβιβάζεσαι!»
– Steve Jobs, Αµερικανός επιχειρηµατίας και γκουρού της τεχνολογίας
Από πού πηγάζει η οργή
Οι ειδικοί στον χώρο των επιχειρήσεων ανησυχούν ότι το φαινόμενο της εκδικητικής παραίτησης θα είναι πιο διαδεδομένο το 2025. Τουλάχιστον αυτό προβλέπει η Έκθεση Glassdoor Worklife Trends 2025 του ταχέως αναπτυσσόμενου εργαλείου αναζήτησης εργασίας Glassdoor, η οποία διαπιστώνει ότι το 65% των εργαζομένων αισθάνονται «κολλημένοι» στους τρέχοντες επαγγελματικούς τους ρόλους.
Μέσα από πρόσφατη μελέτη της αμερικάνικης εταιρείας Software Finder προέκυψε πως εκείνοι που είναι πιο πιθανό να ακολουθήσουν το φαινόμενο της εκδικητικής παραίτησης το 2025 είναι οι υπάλληλοι που εργάζονται υβριδικά, οι μάνατζερ, οι υπάλληλοι σε μάρκετινγκ και διαφήμιση, οι εργαζόμενοι στον τομέα της πληροφορικής και της τεχνολογίας, των μέσων ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους το φαινόμενο μοιάζει να εξαπλώνεται. Η κορυφαία απογοήτευση των εργαζομένων στον χώρο εργασίας είναι οι χαμηλοί μισθοί ή η έλλειψη αυξήσεων (48%), το αίσθημα υποτίμησης (34%) και η έλλειψη ευκαιριών επαγγελματικής ανέλιξης (33%). Οι εργαζόμενοι της Gen Z είναι εκείνοι που αισθάνονται υποτιμημένοι (40%), νιώθουν ότι δεν τους αναγνωρίζουν επαγγελματικά (44%) και ότι δεν έχουν ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής (33%). Τα ποσοστά είναι αρκετά υψηλά, ανησυχώντας τους διευθυντές των επιχειρήσεων και τα τμήματα ανθρώπινου δυναμικού των εταιρειών, τα οποία θα κληθούν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο.
Ο μύθος τού «ουδείς αναντικατάστατος»
Πολλοί εργαζόμενοι παλαιότερων γενιών γαλουχήθηκαν εργασιακά με τον μύθο ότι «ουδείς αναντικατάστατος», ο οποίος λειτούργησε ως ένας ιδιότυπος εργασιακός «μπαμπούλας». Ένας μύθος που είχε ως σκοπό να δείξει πως ο υπάλληλος ήταν αναλώσιμος, καθώς εύκολα μπορούσε να αντικατασταθεί από τον επόμενο εργαζόμενο, θεωρώντάς τον ως ένα απλό γρανάζι μιας μηχανής. Ακόμη, όμως, και στην περίπτωση της μηχανής, αν το γρανάζι χρειάζεται να αντικατασταθεί, για κάποιο χρονικό διάστημα η μηχανή δεν θα δουλεύει. Στον κόσμο των εταιρειών, υπάρχουν θέσεις και εργαζόμενοι οι οποίοι είναι αναντικατάστατοι, είτε λόγω των εμπειριών τους, είτε λόγω της φύσης της εργασίας τους. Αν μέσα στο γενικότερο κλίμα της εκδικητικής παραίτησης και της αναζήτησης μιας καλύτερης επαγγελματικής πρότασης δυο τέτοιοι εργαζόμενοι αποχωρήσουν από μια εταιρεία, τότε η επαγγελματική μηχανή αντιμετωπίζει πρόβλημα.
Υπεύθυνοι των τμημάτων ανθρώπινου δυναμικού σε ομιλίες και εκδηλώσεις δηλώνουν ανοιχτά τον προβληματισμό τους, σε περίπτωση που χρειαστεί να διαχειριστούν ένα συσσωρευμένο κύμα εκδικητικών παραιτήσεων. Οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, ζητώντας από προϊσταμένους, διευθυντές και CEO να βγάλουν τα ροζ γυαλιά που ωραιοποιούν μια επαγγελματική κατάσταση και να αντιληφθούν ότι η δυσαρέσκεια και η οργή πάντα πηγάζει από τους χειρισμούς της κορυφής.
Οι διευθυντές των εταιρειών θα πρέπει να αποφασίσουν τι είδους κουλτούρα θέλουν να οικοδομήσουν. Είναι η επιχείρησή τους ένα μέρος, όπου η σκληρή δουλειά είναι η κορυφαία προτεραιότητα, γεγονός που μπορεί μεν να οδηγεί σε υψηλό κύκλο εργασιών, αλλά και φαινόμενα εκδικητικής παραίτησης όταν ο εργαζόμενος βρει καλύτερη ευκαιρία; Ή μήπως είναι μια επιχείρηση που τηρεί τις ισορροπίες και σέβεται τη ζωή και την εργασία; Μια επιχείρηση που αντιμετωπίζει με παρρησία τα προβλήματα, μένοντας στο πλευρό των εργαζομένων, ώστε κι αυτοί να είναι πιο αφοσιωμένοι;
Το μήνυμα προς τους εργοδότες είναι ξεκάθαρο: εξελιχθείτε ή χάστε τα καλύτερα ταλέντα σας. Οι οργανισμοί που προσκολλώνται σε απαρχαιωμένα μοντέλα εργασίας, δεν αγκαλιάζουν την ευελιξία ή παραβλέπουν τις φωνές του εργατικού δυναμικού τους είναι αυτοί που θα υποφέρουν περισσότερο. Οι εργαζόμενοι σήμερα έχουν επιλογές, εργαλεία και αυτοπεποίθηση για να απαιτήσουν περισσότερα – και όταν αυτές οι απαιτήσεις δεν ικανοποιούνται, δεν φοβούνται να αποχωρήσουν.
Η εκδικητική παραίτηση δεν είναι απλώς μια τάση. Είναι μια κλήση αφύπνισης για τις επιχειρήσεις, προκειμένου να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα ενός ταχέως μεταβαλλόμενου κόσμου.