Έφτασε λοιπόν, και πάλι, εκείνη η περίοδος. Είναι αρχές καλοκαιριού, είναι δίσεκτο το έτος, στις οθόνες προβάλλεται το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου. Μια τεράστια ποδοσφαιρική γιορτή, στην οποία, πριν το 2004, για την Ελλάδα ήταν τεράστια επιτυχία και μόνο να προκριθεί στους Ομίλους. Μέχρι που ήρθε η Εθνική του Ρεχάγκελ και άλλαξε την Ιστορία – και της διοργάνωσης, και του Ελληνικού Ποδοσφαίρου.
Σκέφτομαι ότι, πέρα από εκείνους που είναι διαχρονικά λάτρεις του ποδοσφαίρου, ένα μέρος του τηλεοπτικού κοινού παρακολουθεί τους τελικούς του Euro «εις ανάμνησιν». Ίσως επειδή κάπου, μέσα του, το χρειάζεται.
Το Euro του 2004 έχει μετατραπεί στο συλλογικό μας ασυνείδητο σε κάτι πολύ παραπάνω από μια κατάκτηση ενός –αδιαμφισβήτητα βαρυσήμαντου– Τροπαίου. Αποτελεί πλέον το σημείο αναφοράς μας ως λαού, σχετικά με τη διεθνή καταξίωση και την εθνική δικαίωση. Τολμώ να πω «πιο πάνω κι από τους ίδιους τους Ολυμπιακούς Αγώνες» που διοργάνωσε η χώρα μόλις ένα μήνα μετά, οι οποίοι και ιστορικά, και εθνικά, και συναισθηματικά είχαν τεράστια βαρύτητα και συμβολισμό.
Διότι αποδεικνύεται, εκ των πραγμάτων, ότι η επιδραστικότητα του ποδοσφαιρικού «θαύματος» του Euro 2004 είναι μακράν η μεγαλύτερη των ελληνικών κατακτήσεων των τελευταίων χρόνων.
Είσαι-δεν-είσαι ποδοσφαιρόφιλος, και μόνο η φωνή του Γιώργου Χελάκη από εκείνη τη βραδιά (όση φωνή, τελοσπάντων, του είχε απομείνει σ’ εκείνη, τη σπουδαιότερη μετάδοση της ζωής του), κάνει το στομάχι σου να δένεται κόμπος.
Εκείνη η 4η Ιουλίου ήταν μια βραδιά «Ποίησης», σε όλα τα επίπεδα. Η δε ζωντανή μετάδοση της απονομής αποτελεί ίσως το πιο εμπνευσμένο, συναισθηματικά φορτισμένο δημοσιογραφικό «κείμενο» της εικοσαετίας:
«Εμείς είμαστε οι Πρωταθλητές! Εμείς που, για πολλούς, ήμασταν ποδοσφαιρικά “ανορθόγραφοι”, τώρα είμαστε οι ποδοσφαιρικοί καλλιγράφοι της Ευρώπης!»
«Ένα δροσερό βράδυ του Ιούλη, στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, τη Λισαβόνα, πετύχαμε το ακατόρθωτο! Να αδειάσουν, παρακαλώ, οι δρόμοι της Λισαβόνας… Θα περπατηθούν από Έλληνες!»
Μια χώρα, λοιπόν, που έχει περάσει δύσκολα, πολύ δύσκολα, στα χρόνια που ακολούθησαν το 2004, είχε ανάγκη από ένα «μαξιλάρι ανακούφισης». Και το να κατακτάς την ποδοσφαιρική κορυφή της Ευρώπης, ούσα ως χώρα το απόλυτο αουτσάιντερ, είναι ένα σύγχρονο επίτευγμα που σε κάνει να πιστεύεις ότι μπορείς να επιβιώσεις. Το είχαμε ανάγκη αυτό που έγινε τότε, στην Πορτογαλία.
Κι αν η ανάγκη ήταν απλά μεγάλη το 2004, αυτή γιγαντώθηκε στη συνέχεια.
«Καλά, για το ποδόσφαιρο τα λέμε όλα αυτά; Αυτό, δηλαδή, είναι το επίτευγμα που έχουμε να επιδείξουμε ως Ελλάδα;», θα μπορούσε να πει κανείς – ίσως και με το δίκιο του.
Φυσικά και δεν είναι μόνο αυτό. Αλλά είναι ΚΑΙ αυτό.
Διότι η επιτυχία του 2004 είναι κάτι που κατακτήθηκε στρατηγικά, δεν ήταν απλά ένα «τυχερό βράδυ». Υπήρχε από πίσω μια ολόκληρη πορεία. Γι’ αυτό και είναι η απτή απόδειξη ότι, αν δουλέψεις μεθοδικά, αν δουλέψεις σκληρά, αν δουλέψεις ομαδικά, αν παραμείνεις στοχοπροσηλωμένος, αν προσαρμόσεις το «παιχνίδι» στα μέτρα σου και αν πιστέψεις πραγματικά στον εαυτό σου, μπορείς να πετύχεις ακόμα κι αυτό που φαντάζει ακατόρθωτο. Ακόμα κι αν σε έχει βοηθήσει λίγο η τύχη, ακόμα κι αν έχεις πετύχει τον ανταγωνισμό σε κακή μέρα, μια επιτυχία που εξελίσσεται σταδιακά, σε βάθος χρόνου, δεν μπορεί παρά να είναι δικό σου επίτευγμα.
Το παράδοξο σ’ αυτή την ιστορία είναι ότι μένουμε μόνο στην αίγλη της τελικής νίκης, στο αίσθημα ευφορίας που μας δημιουργεί η εικόνα των παικτών με το Κύπελλο στα χέρια.
Το Euro του 2004 πρέπει να λειτουργήσει ως ένα σοβαρό case study επίτευξης υψηλών στόχων, σε όλη του την έκταση. Ίσως πρέπει κάποτε να το εξετάσουμε με μεγαλύτερη σοβαρότητα. Κι ας μην έχουμε τον Χελάκη στη μετάδοση. Σ’ αυτό ας αυτοσχεδιάσουμε.