Δεν έχω συναντήσει ούτε έναν άνθρωπο µετά τις διακοπές, που να µου έχει πει ότι κατάφερε να µπει σε mood δουλειάς. Ούτε έναν. Κι ας έχει περάσει σχεδόν ένας µήνας από τότε που γυρίσαµε οι περισσότεροι στο πόστο µας.
Αυτό δεν µπορεί να είναι τυχαίο, δείχνει κάτι – κυρίως µια χρόνια κόπωση, η οποία, προφανώς, δεν είναι µόνο σωµατική. Είναι πρωτίστως ψυχική. Κι αυτό απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση. Τι µπορεί να µας καταβάλλει τόσο πολύ, ώστε να έχουµε τέτοια άρνηση για «επάνοδο στην πραγµατικότητα»;
Παίρνω εµένα, για παράδειγµα. Για να φτάσω µέχρι αυτή την τρίτη παράγραφο, έχω σταµατήσει 4-5 φορές, έχω τσεκάρει το instagram, έχω τσεκάρει το LinkedIn, έχω τσεκάρει κάτι διαφηµίσεις µε είδη σπιτιού και κάτι άλλες µε προγράµµατα pilates για το σπίτι… Γενικώς, έχω κάνει οτιδήποτε άλλο άσχετο, πέρα από το να γράψω. Το έκανα κι άλλες φορές αυτό – ποτέ σε τέτοιο βαθµό. Δεν ξεκουράστηκα στις διακοπές; Ξεκουράστηκα. Δεν βρήκα κατέληξα στο τι θα γράψω; Κατέληξα. Άρα; Τι φταίει;
Η πίεση που νιώθουµε να µας ασκείται βαίνει συνεχώς αυξανόµενη – καθηµερινές υποχρεώσεις, ακρίβεια, λογαριασµοί που επιµένουν να έρχονται ψηλοί, κι ας έχεις αλλάξει ήδη 2-3 εταιρείες (τηλεφωνίας, ενέργειας…), κοινωνικές δεσµεύσεις που σε αναγκάζουν να συναναστρέφεσαι άτοµα, µε τα οποία δεν θα ‘λεγες ούτε «καληµέρα» αν ήταν στο χέρι σου. Δεν υπήρχαν αυτά και πριν; Υπήρχαν. Δεν δυσανασχετούσες πάντα; Δυσανασχετούσες. Άρα; Τι άλλαξε τώρα;
Επιπλέον, εκεί που πήγαµε λίγο να ξεχάσουµε την covid-19, άντε πάλι απ’ την αρχή… Έξαρση των κρουσµάτων εκ νέου – δεν έµεινε άνθρωπος να µην κολλήσει αυτό το καλοκαίρι ή τώρα, το φθινόπωρο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Κι ας µην υπάρχει πλέον καµία σύγκριση ως προς τη σοβαρότητα της νόσησης, σε σχέση µε την περίοδο της πανδηµίας.
Το συλλογικό ψυχολογικό τραύµα που µας άφησε ο κορονοϊός παραµένει εκεί, εν υπνώσει, «ξυπνώντας» απότοµα στο άκουσµα τού «ο τάδε βγήκε θετικός». Μα δεν είχαµε αφήσει πίσω µας πια εκείνη τη µαύρη περίοδο; Την είχαµε αφήσει. Δεν είχαµε χαλαρώσει πια, έχοντας πετάξει τις µάσκες και πηγαίνοντας άνετοι να σταθούµε κολλητά σε άλλους στο µετρό, στις συναυλίες, στην ουρά του σουπερµάρκετ; Είχαµε χαλαρώσει. Τουλάχιστον έτσι πιστεύαµε. Πιστεύαµε λάθος.
Όλα αυτά λειτουργούν αθροιστικά. Όταν ζορίζεσαι, πάντα επιστρατεύεις τις δυνάµεις και το κουράγιο σου για ν’ αντιµετωπίσεις την κατάσταση, για να προστατεύσεις τον εαυτό σου από την κατάρρευση. Όταν πια –θεωρείς ότι– επανέρχεται η κανονικότητα, αφήνεσαι να καταρρεύσεις, εξουθενωµένος από την υπερπροσπάθεια να παραµείνεις ψύχραιµος απέναντι στις τοξικές καταστάσεις. Ψύχραιµος στην επιφάνεια, πανικόβλητος στο βάθος.
Δεν ξέρω πόσο γεροί είµαστε ψυχολογικά ως «κατασκευή», οι άνθρωποι. Αν εξαιρέσουµε εκείνους που «δουλεύουν µε τον εαυτό τους» (που κι αυτό, λογικά, έχει ένα όριο ως προς τα αποτελέσµατα), οι «εργοστασιακές ρυθµίσεις» µας προβλέπουν ανθεκτικότητα στα εξωτερικά ισοπεδωτικά ερεθίσµατα µέχρι ενός σηµείου. Ναι, η ανθρωπότητα έχει περάσει πολέµους, γενοκτονίες, πανδηµίες, οικονοµικές κρίσεις, κραχ – και επέζησε. Το ερώτηµα είναι: Σε τι κατάσταση επέζησε;
Ό,τι κι αν συµβαίνει, δεν πρέπει να το παίρνουµε τόσο αψήφιστα. Όπως και να το κάνουµε, µιλάµε για ένα είδος… Post Post-Covid Syndrome. Αυτή η µαζική άρνηση να επιστρέψουµε στη «ζωή µας» ίσως είναι ενδεικτική κάποιας υποβόσκουσας παθογένειας – κρίσιµης ή όχι, θα φανεί στην πορεία.