Ανεπάρκεια βιταμίνης DΤι κινδύνους κρύβει; | Υγεία - planbemag.gr
Plan Be Mag
Υγεία

Ανεπάρκεια βιταμίνης D
Τι κινδύνους κρύβει;

Ζούμε σε μια από τις πιο ηλιόλουστες χώρες του πλανήτη. Kι όμως, τα τελευταία χρόνια, επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι παρουσιάζουμε ανεπάρκεια στη “βιταμίνη του ήλιου”, τη βιταμίνη D, με δυσμενείς συνέπειες για την εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού μας… 

Η αξία της βιταμίνης D για την ανθρώπινη ύπαρξη γίνεται αντιληπτή αν αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχει πριν από τον ίδιο τον άνθρωπο. Δημιουργήθηκε μέσω της φωτοσύνθεσης πριν από 750 εκατομμύρια χρόνια και εντοπίστηκε σε πρώιμα είδη θαλάσσιου φυτοπλαγκτόν. Όταν πριν από 350 εκατομμύρια χρόνια οι πρώτοι σπονδυλωτοί οργανισμοί εγκατέλειψαν τους ωκεανούς και βγήκαν στην ξηρά, η βιταμίνη D έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των ειδών, αφού μέσω αυτής ρυθμίζεται η απορρόφηση του ασβεστίου από τον οργανισμό, άρα και η δυνατότητα δόμησης ισχυρού και υγιούς σκελετού. Τα σπονδυλωτά της ξηράς ανέπτυξαν τη δυνατότητα παραγωγής βιταμίνης D, μέσω της έκθεσης του δέρματός τους στην ηλιακή ακτινοβολία.
Κι αν όλα αυτά ακούγονται μακρινό παρελθόν, η Δρ. Νικολέτα Κοΐνη, M.D., πιστοποιημένη Ιατρός Λειτουργικής, Προληπτικής, Αντιγηραντικής και Αναγεννητικής Ιατρικής από την Αμερικανική Ακαδημία Αντιγηραντικής Ιατρικής (http://functionalmedsystem.com), υπενθυμίζει ότι “ακόμα και σήμερα, ο μηχανισμός παραγωγής της βιταμίνης παραμένει ίδιος. Συγκεκριμένα, στο ανθρώπινο σώμα η παραγωγή της βιταμίνης D γίνεται μέσω της έκθεσης του δέρματος στο ηλιακό φως. Γι’ αυτό και έχει λάβει το προσωνύμιο “βιταμίνη του ήλιου”, επειδή πέραν της πρόσληψής της από τα τρόφιμα, παράγεται φυσικά από τον οργανισμό μας, όταν η ηλιακή ακτινοβολία έρχεται σε επαφή με το δέρμα μας”.

Η βιταμίνη D είναι κάτι περισσότερο από μια απλή βιταμίνη, καθώς η οργανική αυτή λιποδιαλυτή ουσία ανήκει πλέον και στις ορμόνες, ενώ έχει άμεση δράση στα γονίδιά μας. “Ιδιαίτερα σημαντική είναι μια μελέτη που έγινε το 2006, αποτέλεσμα της συνεργασίας δύο σπουδαίων πανεπιστημίων, του Χάρβαρντ και του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, που απέδειξε ότι η βιταμίνη D είναι απαραίτητη, για να μπορούν τα κύτταρα να έχουν πρόσβαση στη βιβλιοθήκη του DNA. Η έρευνα τεκμηρίωσε ότι, ενώ τα λευκά αιμοσφαίρια του οργανισμού έχουν καταγεγραμμένη την πληροφορία στο DNA τους για την αντιμετώπιση του βακίλου της φυματίωσης, δεν μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν εν τη απουσία της βιταμίνης D…”
“Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για τη δράση περισσοτέρων από 2.500 γονιδίων. Μάλιστα, κάποιες μελέτες ανεβάζουν τον αριθμό αυτό στις 30.000. Πρόκειται για γονίδια που συνθέτουν πολλές πρωτεΐνες, οι οποίες παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση, τη διαφοροποίηση και τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Οι υποδοχείς της βιταμίνης D βρίσκονται στο έντερο, στα οστά, στον εγκέφαλο, στον προστάτη, στον μαστό, στο κόλον, σε κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, στους καρδιακούς και στους αγγειακούς μυς”, εξηγεί η ιατρός Λειτουργικής και Αναγεννητικής Ιατρικής.

Βιταμίνη D: Απαραίτητη όχι μόνο για τα οστά
Υπό το φως των νέων αυτών επιστημονικών στοιχείων, γίνεται αντιληπτό ότι η βιταμίνη D δεν είναι μόνο απαραίτητη για υγιή οστά και την πρόληψη παθήσεων, όπως η οστεοπόρωση και η ραχίτιδα (πάθηση που προκαλεί παραμόρφωση των οστών και καθυστερημένη ανάπτυξη), αλλά για το σύνολο του οργανισμού μας.
Ο διακεκριμένος Αμερικανός καθηγητής Βιοχημείας, Anthony Norman, στο ομότιτλο βιβλίο για τη βιταμίνη D, τη χαρακτηρίζει απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, τη μυϊκή δύναμη και την εγκεφαλική δραστηριότητα, καθώς και για την έκκριση και ρύθμιση της ινσουλίνης από το πάγκρεας και τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.
“Η πιο σημαντική ιδιότητα της βιταμίνης D είναι η ρύθμιση της απορρόφησης του ασβεστίου και του φωσφόρου, ενώ είναι απαραίτητη για τη σωστή ανάπτυξη των οστών και των δοντιών, και για την πρόληψη πολλών ασθενειών. Μελέτες έχουν ήδη τεκμηριώσει ότι η έλλειψή της σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με τον καρκίνο, την υπέρταση, τις καρδιοπάθειες, τον αυτισμό, την παχυσαρκία, τον σακχαρώδη διαβήτη, την πολλαπλή σκλήρυνση, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, τη νόσο του Crohn, τη γρίπη και το κοινό κρυολόγημα, την ψωρίαση, τη σηψαιμία, την αϋπνία, την πρόωρη γήρανση, το άσθμα, την κυστική ίνωση, την υπογονιμότητα, την ημικρανία, την κατάθλιψη, τη νόσο Αλτσχάιμερ, τη σχιζοφρένεια, την επιληψία, τα μυϊκά άλγη και πολλές παθήσεις των δοντιών”, σημειώνει η Δρ. Νικολέτα Κοΐνη.

Από έλλειψη βιταμίνης D πάσχουν οι Έλληνες
Παρά το γεγονός ότι ζούμε σε μια από τις πιο ηλιόλουστες περιοχές του πλανήτη, δυστυχώς ο σύγχρονος τρόπος ζωής, με τη συστηματική χρήση αντηλιακών προϊόντων και την πολύωρη παραμονή σε κλειστούς χώρους, έχει γίνει αιτία υψηλό ποσοστό Ελλήνων να παρουσιάζει χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D.
Όπως εξηγεί η Δρ. Κοΐνη, “έλλειψη βιταμίνης D συνήθως παρουσιάζουν τα άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα, καθώς η μελανίνη δρα σαν φίλτρο στην απορρόφηση της UVB ακτινοβολίας, άνθρωποι που εκτίθενται λίγο ή καθόλου στον ήλιο, όπως οι ηλικιωμένοι και τα βρέφη, αυτοί που καλύπτονται πλήρως λόγω θρησκευτικών ή πολιτιστικών πεποιθήσεων, αυτοί που σκοπίμως αποφεύγουν την έκθεση στον ήλιο για λόγους αισθητικούς ή υγείας, και οι πάσχοντες από παχυσαρκία, χρόνια νεφρική νόσο, ηπατική ανεπάρκεια, νοσήματα του γαστρεντερικού συστήματος ή που έχουν υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις για την αφαίρεση ή παράκαμψη τμήματος του στομάχου ή του εντέρου. Ακόμη, να αναφέρουμε και όσους κάνουν χρήση φαρμάκων που αυξάνουν την κατανάλωση βιταμίνης D, όπως τα αντισπασμωδικά. Τέλος, ανεπάρκεια βιταμίνης D προκαλεί και το γεγονός ότι η D3 δεν περιέχεται πλέον σε επαρκείς ποσότητες στις τροφές, οπότε δεν είναι δυνατό να λαμβάνει όση χρειάζεται ο οργανισμός μέσω της διατροφής”.
Και καταλήγει λέγοντας ότι τα επιθυμητά ποσοστά της βιταμίνης D σε ανθρώπους χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας, πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 60-80 ng/ml. Στην περίπτωση πολλαπλών προβλημάτων, όπως καρδιολογικά, αυτοάνοσα και καρκίνος, τα επίπεδα της βιταμίνης πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερα για να επιτευχθεί η λεγόμενη “θεραπευτική δράση” της, σε συνεργασία και σε συνδυασμό πάντοτε με τα επιθυμητά και κατάλληλα επίπεδα μαγνησίου, βιταμίνης Κ2, ψευδάργυρου και βορίου, ώστε να διασφαλίζονται οι λειτουργίες της βιταμίνης D στο σώμα μας.