Νέα δεδομένα στη θεραπεία της αναιμίας στη β-θαλασσαιμία
Plan Be Mag
θαλασσαιμία
Υγεία

Νέα δεδομένα στη θεραπεία της αναιμίας στη β-θαλασσαιμία

Με την πρόοδο της Ιατρικής, η ποιότητα ζωής των πασχόντων από θαλασσαιμία είναι σαφώς βελτιωμένη, καθώς οι ασθενείς ζουν περισσότερο και καλύτερα. Η συμμόρφωση στην αγωγή αποσιδήρωσης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των θεραπειών στη μείζονα θαλασσαιμία, ενώ απαραίτητος είναι και ο τακτικός κλινικοεργαστηριακός έλεγχος για τον εντοπισμό ενδεχόμενων επιπλοκών.

Με την πρόοδο της Ιατρικής, η ποιότητα ζωής των πασχόντων από θαλασσαιμία είναι σαφώς βελτιωμένη, καθώς οι ασθενείς ζουν περισσότερο και καλύτερα. Η συμμόρφωση στην αγωγή αποσιδήρωσης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των θεραπειών στη μείζονα θαλασσαιμία, ενώ απαραίτητος είναι και ο τακτικός κλινικοεργαστηριακός έλεγχος για τον εντοπισμό ενδεχόμενων επιπλοκών.

του Μιχάλη Δ. Διαμαντίδη, Αιματολόγου, Επιμελητή Α’ ΕΣΥ, Διδάκτορα Ιατρικής ΑΠΘ, Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας

Η β-μεσογειακή αναιμία (θαλασσαιμία) αποτελεί κληρονομική αιμοσφαιρινοπάθεια, που απαντάται πέρα από τη λεκάνη της Μεσογείου, στην Ασία, σε περιοχές της Αφρικής και αλλού. Η αρχική προέλευση της νόσου δεν έχει επαρκώς διευκρινιστεί, καθώς υπάρχουν διάφορες σχετικές θεωρίες. Πρόκειται για ποσοτική διαταραχή των β-αλυσίδων της αιμοσφαιρίνης στα γονίδια που κληρονομεί ο πάσχοντας και από τους 2 γονείς του (μείζων θαλασσαιμία), συγκριτικά με την ήπια αναιμία (το κοινώς αποκαλούμενο «στίγμα»), που αποτελεί την ετερόζυγη μορφή.

Η νόσος, στη βαρύτερη μορφή της, χαρακτηρίζεται από καταστροφή του ερυθρού αιμοσφαιρίου, βαριά αιμόλυση και μεγάλη πτώση του αιματοκρίτη. Οι βαρέως πάσχοντες πρέπει να μεταγγίζονται για όλη τους τη ζωή με μονάδες συμπυκνωμένων ερυθρών (ΜΣΕ) και να υποβάλλονται σε εντατική αποσιδήρωση για την απομάκρυνση του τοξικού σιδήρου.

Αντιθέτως, η ενδιάμεση θαλασσαιμία βρίσκεται στο μέσο του φάσματος με άκρα τη βαριά μείζονα θαλασσαιμία (μεταγγίσιο-εξαρτώμενη) και το πολύ ήπιο «απλό στίγμα». Συνεπώς, η ενδιάμεση θαλασσαιμία, που συχνά αποκαλείται και «μη μεταγγίσιο-εξαρτώμενη», είναι ηπιότερη, αλλά ύπουλη μορφή της νόσου, με εκδηλώσεις όπως ηπατική αιμοσιδήρωση, πνευμονική υπέρταση, θρομβώσεις, χολολιθίαση και έλκη των κάτω άκρων.

Στην Ελλάδα ζουν σήμερα περίπου 2000 ασθενείς που έχουν μείζονα β-θαλασσαιμία, με μέση ηλικία τα 45 έτη.

Τα τελευταία χρόνια έχουν ελαχιστοποιηθεί οι γεννήσεις θαλασσαιμικών παιδιών μέσω του προγεννητικού ελέγχου, αλλά δυστυχώς δεν έχουν εκλείψει. Η χρόνια μεταγγισιοθεραπεία και η επαρκής αποσιδήρωση βελτίωσαν σε μεγάλο βαθμό το προσδόκιμο επιβίωσης των πασχόντων, οι οποίοι φτάνουν πλέον στην ώριμη ενήλικο ζωή.

Οι ασθενείς παρακολουθούνται σε εξειδικευμένες μονάδες μεσογειακής αναιμίας (ΜΜΑ), σε όλη την επικράτεια. Επειδή ζουν περισσότερο, νοσήματα μεγαλύτερης ηλικίας εμφανίζονται και σε αυτούς, όπως τα νεοπλασματικά νοσήματα και τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια. Επιπλέον, λόγω των χρόνιων μεταγγίσεων, ο σίδηρος αθροίζεται σε διάφορα όργανα (ήπαρ, καρδιά, σπλήνας, μυελός οστών, πάγκρεας, υπόφυση, γονάδες), με αποτέλεσμα τις σοβαρές επιπλοκές, εάν υπάρχει πλημμελής αποσιδήρωση.

Οι συνεχείς μεταγγίσεις οδηγούν και σε αλλεργικές αντιδράσεις και άλλες επιπλοκές, που καθιστούν δυσχερέστερη την ανεύρεση συμβατού αίματος σε βάθος χρόνου (αλλοανοσοποίηση). Η ελάττωση του φορτίου μεταγγίσεων αποτελεί βασικό στόχο και οδηγεί σε λιγότερο εντατική αποσιδήρωση, εξοικονόμηση ΜΣΕ, αντιδραστηρίων, χρημάτων και προσωπικού. Η εθελοντική αιμοδοσία αποτελεί ύψιστη πράξη προσφοράς στον πάσχοντα συνάνθρωπο.

Θεραπευτικές προσεγγίσεις

Η αλλογενής μεταμόσχευση είναι η μόνη θεραπεία οριστικής ίασης στη θαλασσαιμία, εφαρμόζεται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό σε νεαρές ηλικίες και εμφανίζει σημαντικά ποσοστά επιτυχίας, αλλά και δυσκολίες (ανεύρεση συμβατού δότη, λοιμώξεις, χρόνια λήψη ανοσοκαταστολής).

Η γονιδιακή θεραπεία, σε συνδυασμό με αυτόλογη μεταμόσχευση, αποτελεί επαναστατική μέθοδο χορήγησης γενετικά διορθωμένων κυττάρων. Συνήθως εφαρμόζεται σε ηλικίες κάτω των 45 ετών.

Πολλά πρέπει να βελτιωθούν, καθώς οι τεχνικές είναι δύσκολες τεχνικά, δαπανηρές και δοκιμάστηκαν σε πολύ λίγους ασθενείς σε κλινικές δοκιμές. Επομένως, οι ανωτέρω κυτταρικές θεραπείες θα πρέπει να εφαρμοστούν σε περισσότερους ασθενείς.

Σημειώνεται ότι η συμμετοχή των θαλασσαιμικών ασθενών σε κλινικές δοκιμές προσφέρει τη δυνατότητα της δοκιμής πρωτοπόρων θεραπειών.

θαλασσαιμία

Επιπλέον, το φάρμακο Luspatercept έχει εγκριθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας για τη θεραπεία της αναιμίας στη μείζονα και στην ενδιάμεση β-θαλασσαιμία. Η έγκριση είναι πιο πρόσφατη για τους πάσχοντες από ενδιάμεση θαλασσαιμία. Το φάρμακο χορηγείται με υποδόρια ένεση κάθε 3 εβδομάδες και επιμηκύνει το χρόνο ζωής των ωριμότερων μορφών του τελικού σταδίου ερυθροποίησης, δρώντας στη μη αποτελεσματική ερυθροποίηση.

Τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά στην ενδιάμεση θαλασσαιμία, καθώς επιτυγχάνεται σημαντική άνοδος της αιμοσφαιρίνης σε μεγάλο ποσοστό ασθενών και πρόληψη των σοβαρών επιπλοκών της νόσου που σχετίζονται με χαμηλό αιματοκρίτη.

Στη μείζονα θαλασσαιμία, το φάρμακο θα πρέπει να εφαρμοστεί σε περισσότερους ασθενείς μετά από σύσταση του θεράποντος ιατρού για να καθοριστεί ποιοι ασθενείς ωφελούνται περισσότερο και ποιες είναι οι συχνότερες ενδεχόμενες παρενέργειες.

Εκεί τα αποτελέσματα είναι περισσότερο συγκρατημένα και εξαρτώνται από το γονιδιακό υπόβαθρο και τα κλινικά χαρακτηριστικά του κάθε ασθενούς. Για παράδειγμα, μεγαλύτερη ελάττωση του φορτίου μεταγγίσεων παρατηρείται σε ασθενείς με σπληνεκτομή, καθώς αίρεται σε αυτούς το εμπόδιο του σπληνός στην κυκλοφορία. Σημαντική είναι και η διατήρηση σε βάθος χρόνου στην απόκριση στο φάρμακο, που είναι ετερογενής για κάθε ασθενή.