Η Λαμπρίνα Μπαρμπετάκη, Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλου της AbbVie Ελλάδας, Κύπρου και Μάλτας, Πρόεδρος του Pharma Innovation Forum, A’ Αντιπρόεδρος του Ελληνο – Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και Πρόεδρος της Επιτροπής Φαρμακευτικών Εταιρειών του Ελληνο- Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, στέλνει με κάθε ευκαιρία το ίδιο ξεκάθαρο μήνυμα: αυτό που χρειάζεται πρωτίστως είναι ένα συνεκτικό, μεσοπρόθεσμο σχέδιο για τη σταθερότητα και την προοπτική του συστήματος υγείας, και όχι μια αποσπασματική αντιμετώπιση εξυγιαντικών μέτρων. Το γεγονός ότι η χώρα μας παραμένει ουραγός στο κομμάτι της υιοθέτησης, έγκαιρης εξασφάλισης και απρόσκοπτης πρόσβασης στην Καινοτομία έχει πολύ βαρύ κόστος – οικονομικό, κοινωνικό και ανθρώπινο. Και αυτό, από μόνο του, καθιστά επιτακτική την ανάγκη για λήψη γενναίων πολιτικών αποφάσεων.
Παρά τις δεσμεύσεις για εξορθολογισμό του μηχανισμού υποχρεωτικών επιστροφών, το πρόβλημα παραμένει. Πού οφείλεται αυτό; Στην έλλειψη πολιτικής βούλησης, στην αδυναμία ενίσχυσης των προϋπολογισμών, στην τοποθέτηση του ζητήματος χαμηλά στην ατζέντα…;
Σαν Pharma Innovation Forum, έχουμε πει επανειλημμένα ότι το πρόβλημα επιμένει γιατί αντιμετωπίζεται κάθε φορά ως λογιστική άσκηση, και όχι ως δομική παθογένεια. Η δημόσια δαπάνη, δηλαδή, παραμένει σταθερή ενώ οι ανάγκες αυξάνονται, και το clawback λειτουργεί ως «μονίμως ενεργοποιημένος αυτόματος πιλότος» που καλείται να καλύψει τη διαφορά. Δεν πρόκειται για έλλειψη τεχνογνωσίας, είναι έλλειψη στρατηγικής. Όταν το κράτος στηρίζεται σε έναν μηχανισμό έκτακτης ανάγκης ως μόνιμο εργαλείο πολιτικής, είναι αναμενόμενο να μην αλλάζει τίποτα. Και όσο το θέμα παραμένει χαμηλά στην πολιτική ατζέντα, χωρίς δέσμευση για πραγματική ενίσχυση των προϋπολογισμών, η κατάσταση θα αναπαράγεται.
Το clawback δεν «διορθώνεται» με μικρές διορθωτικές κινήσεις. Χρειάζεται πολιτική απόφαση ότι η υγεία δεν μπορεί να λειτουργεί με χρηματοδοτικά κενά που καλύπτονται από τρίτους.
Η τάση αμφισβήτησης ή και υποτίμησης του οφέλους, της αποδοτικότητας, αλλά και της ασφάλειας των καινοτόμων φαρμάκων που καλλιεργείται το τελευταίο διάστημα, πού πιστεύετε ότι στοχεύει;
Η αμφισβήτηση της καινοτομίας δεν εμφανίζεται τυχαία, συχνά χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τη δυσκολία του συστήματος να την ενσωματώσει. Όταν δεν υπάρχουν οι πόροι ή η πολιτική προτεραιότητα για να εισαχθούν νέες θεραπείες, είναι πολύ εύκολο να παρουσιαστούν ως «μη απαραίτητες» ή «υπερτιμημένες». Όμως η πραγματικότητα είναι ότι η διεθνής ιατρική επιστήμη δεν κινείται με βάση τις ελληνικές δημοσιονομικές δυσκολίες. Η καινοτομία δεν προσθέτει απλώς νέες επιλογές θεραπείας, αλλάζει ουσιαστικά την φυσική πορεία πολλών νόσων, παρατείνει σημαντικά το προσδόκιμο ζωής, μειώνει επιπλοκές και νοσηλείες και προσφέρει στους ασθενείς δυνατότητες που μέχρι πρόσφατα δεν υπήρχαν.
Η υποτίμησή της δεν προστατεύει το σύστημα, απλώς το απομονώνει.
Είναι μια ρητορική που μετατοπίζει την ευθύνη από τις πολιτικές επιλογές στον ίδιο τον ασθενή, ο οποίος τελικά πληρώνει το τίμημα της καθυστέρησης.
Η πρόσβαση των ασθενών δεν µπορεί να αντιµετωπίζεται ως παράπλευρη απώλεια δηµοσιονοµικών περιορισµών.
Ποιες είναι, μέχρι στιγμής, οι συνέπειες αυτής της χρόνιας αδυναμίας επίλυσης των προβλημάτων στη φαρμακευτική πολιτική για τους ασθενείς στην Ελλάδα;
Οι συνέπειες είναι απτές και μετρήσιμες. Και, δυστυχώς, είναι ίδιες εδώ και χρόνια:
Καθυστερήσεις, περιορισμένη πρόσβαση και αυξανόμενες ανισότητες μεταξύ εκείνων που μπορούν να περιμένουν, και εκείνων που δεν μπορούν.
Καθώς οι θεραπευτικές εξελίξεις επιταχύνονται διεθνώς, οι καθυστερήσεις της χώρας διευρύνονται. Αυτό σημαίνει ότι οι ασθενείς στην Ελλάδα περιμένουν μήνες ή χρόνια για θεραπείες που αλλού ήδη εφαρμόζονται.
Σημαίνει, επίσης, μεγαλύτερη επιβάρυνση των νοσοκομείων, περισσότερες επιπλοκές και, τελικά, μεγαλύτερο κόστος. Οικονομικό, κοινωνικό, ανθρώπινο.
Η αδράνεια στη φαρμακευτική πολιτική δεν είναι διαχειριστικό ζήτημα. Μεταφράζεται σε χαμένες ευκαιρίες για έγκαιρη θεραπεία. Και το πρόβλημα δεν είναι θεωρητικό: υπάρχουν προϊόντα που παραμένουν χωρίς αποζημίωση στη χώρα μας, ενώ κυκλοφορούν και αποζημιώνονται σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές αγορές, δημιουργώντας μια ουσιαστική ανισότητα για τους Έλληνες ασθενείς.
Την ίδια στιγμή, η δημόσια συζήτηση συχνά αποπροσανατολίζεται, με την κυβέρνηση να παρουσιάζει την πρόσβαση ως «καλύτερη», επειδή στην Ελλάδα σε μεμονωμένες περιπτώσεις ενδέχεται να αποζημιώνονται ορισμένες επιπλέον ενδείξεις συγκεκριμένων θεραπειών σε σχέση με άλλες χώρες. Όμως όταν μιλάμε για σοβαρά νοσήματα, όπως ο καρκίνος, αυτές οι ενδείξεις δεν είναι «περιττές»· αποτελούν κρίσιμες θεραπευτικές επιλογές που για άλλους ασθενείς παραμένουν απλώς απρόσιτες.
Πρόσφατα παρουσιάσατε και συζητήσατε το παράδειγμα του Βελγίου, το οποίο είδε την καινοτομία ολιστικά και συνεργατικά προς όφελος των ασθενών, αλλά και του συστήματος. Ποια σημεία-κλειδιά από την πολιτική που ακολουθεί το Βέλγιο πρέπει να μας εμπνεύσουν και πώς μπορούμε να τα ενσωματώσουμε στην «ελληνική πρακτική»;
Το παράδειγμα του Βελγίου δείχνει πώς μια χώρα μπορεί να μετατρέψει την καινοτομία σε εθνική στρατηγική προτεραιότητα, όταν υπάρχει ξεκάθαρη βούληση και συντονισμένη δράση, καθώς αντιλήφθηκαν ότι η καινοτομία δεν είναι κόστος, αλλά μοχλός βιωσιμότητας.
Πρώτον, επένδυσε συστηματικά: διέθεσε ένα δισεκατομμύριο ευρώ με συγκεκριμένο σκοπό, να καταστήσει το Βέλγιο κορυφαίο προορισμό για κλινικές μελέτες και έλξη καινοτομίας. Δεν ήταν μια γενική εξαγγελία· ήταν μια στοχευμένη, φιλόδοξη πολιτική επιλογή, και πλέον τα αποτελέσματα το αποδεικνύουν.
Δεύτερον, επέλεξε να εξοικονομήσει πόρους από τομείς μικρότερης σημασίας, ώστε να προστατεύσει την πρόσβαση στην καινοτομία. Αντί να «θυσιάσει» τις νέες θεραπείες λόγω δημοσιονομικών περιορισμών, προστάτευσε τις επενδύσεις που εξασφαλίζουν μακροπρόθεσμο όφελος για τους ασθενείς και το σύστημα.
Τρίτον, υιοθέτησε ένα μοντέλο συνεργασίας που βασίζεται στη διαφάνεια και την τεκμηρίωση. Η κυβέρνηση ζήτησε από τις εταιρείες, τα ερευνητικά κέντρα και τα πανεπιστήμια να παρουσιάσουν αναλυτικά τις θεραπευτικές εξελίξεις που βρίσκονται σε ανάπτυξη (pipelines), ώστε να αξιολογήσει ποια καινοτόμα προϊόντα έχουν τη μεγαλύτερη αξία και σε ποιες θεραπείες η δημόσια χρηματοδότηση θα αποδώσει το υψηλότερο κλινικό και κοινωνικό όφελος. Πρόκειται για μια προσέγγιση που ενώνει όλους τους εμπλεκόμενους γύρω από κοινές προτεραιότητες.
Αυτό το παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς και για εμάς:
Mια χώρα που θέτει προτεραιότητες, επενδύει με συνέπεια, συνεργάζεται με σοβαρότητα και βασίζεται στα δεδομένα για τις αποφάσεις της. Και γι’ αυτό είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι οι τεκμηριωμένες προτάσεις υπάρχουν και έχουν παρουσιαστεί επανειλημμένα από το Pharma Innovation Forum.
Το ζητούμενο πλέον δεν είναι η παραγωγή νέων προτάσεων, αλλά η πρόθεση να υιοθετηθούν.
Τρία σημεία είναι καθοριστικά:
- Σταθεροί κανόνες και πολυετείς δεσμεύσεις.
- HTA που εστιάζει στην αξία και στο πραγματικό όφελος, όχι στο λογιστικό άθροισμα.
- Θεσμικές συνεργασίες που βλέπουν την καινοτομία ως επένδυση στη δημόσια υγεία, όχι ως δημοσιονομική απειλή.
Αυτά μπορούν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα μόνο αν υπάρξει ξεκάθαρη πολιτική επιλογή:
Ότι η πρόσβαση και η καινοτομία δεν μπορούν να λειτουργούν με ad hoc λύσεις και προσωρινές διορθώσεις.
Το τριετές σύμφωνο συνεργασίας που προτείνατε παραμένει σε εκκρεμότητα, παρά το γεγονός ότι έχετε επανειλημμένα τονίσει ότι τα περιθώρια και οι αντοχές έχουν εξαντληθεί. Ποια θα είναι τα επόμενα βήματά σας;
Το τριετές σύμφωνο αποτελεί έμπρακτη απόδειξη ότι ως PIF δεν ερχόμαστε απλώς να διεκδικήσουμε περισσότερους πόρους, αλλά να καταθέσουμε ένα συνεκτικό, μεσοπρόθεσμο σχέδιο για τη σταθερότητα και την προοπτική του συστήματος υγείας. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε κάθε μέτρο ξεχωριστά. Σε ένα ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αυξημένες δημοσιονομικές πιέσεις, αστάθεια στην εφοδιαστική αλυσίδα, συνεχή τεχνολογική εξέλιξη και τον ορατό πλέον κίνδυνο επιβολής μηχανισμών που μπορούν να ανατρέψουν απότομα τον σχεδιασμό και να ενισχύσουν την αβεβαιότητα, η προβλεψιμότητα δεν είναι πολυτέλεια· είναι αναγκαία συνθήκη ώστε να γνωρίζουμε όλοι πού θέλουμε να βρισκόμαστε σε σχέση με την καινοτομία και την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες – και συγκεκριμένα, όπως έχω τονίσει αρκετές φορές, μιλάμε πάντα για την κατάλληλη θεραπεία, στον κατάλληλο ασθενή την κατάλληλη χρονική στιγμή.
Το τριετές σύμφωνο δεν είναι μια «πρόταση κλάδου». Είναι προϋπόθεση για να μπορέσει το σύστημα να λειτουργήσει χωρίς συνεχείς κρίσεις και αβεβαιότητα. Η εκκρεμότητα δεν οφείλεται σε έλλειψη διαλόγου, ο διάλογος υπάρχει. Οφείλεται στην απουσία απόφασης.
Τα επόμενα βήματα είναι ξεκάθαρα: να επιμείνουμε σε ένα πλαίσιο με σταθερούς κανόνες, προβλεψιμότητα, ευθύνη και αμοιβαίες δεσμεύσεις, και να καταστήσουμε σαφές ότι η παράταση της ακινησίας επιβαρύνει πρωτίστως τους ασθενείς και τελικά το σύστημα. Παράλληλα, ως Pharma Innovation Forum, θα συνεχίσουμε να παρουσιάζουμε τεκμηριωμένα δεδομένα και συγκριτικά παραδείγματα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να γίνει εμφανές ότι η λύση δεν είναι ούτε θεωρητική ούτε ανέφικτη, είναι θέμα επιλογής.
Έχουμε εξαντλήσει τα περιθώρια αναμονής. Τώρα απαιτείται πολιτική επιλογή, όχι άλλη μια συζήτηση. Η σταθερότητα δεν μπορεί να αναβάλλεται επ’ αόριστoν, και η πρόσβαση των ασθενών δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως παράπλευρη απώλεια δημοσιονομικών περιορισμών.



Planbe team