_Εδώ είμαστε, λοιπόν… συναντηθήκαμε για να κάνουμε την κεντρική συνέντευξη του τεύχους. Πώς το εισπράττεις εσύ αυτό ως γεγονός; Είναι μια «δικαίωση» για την προσπάθεια και τη δουλειά που κάνεις τα τελευταία χρόνια;
Δεν την είχα σκεφτεί ποτέ αυτή την ερώτηση… Κατ’ αρχάς, είναι τιμητικό το να θέλει ένα μέσο να έχει εσένα ως εικόνα σε κάποιο τεύχος του. Από την άλλη, είναι και λογικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί είναι τέτοια η φύση της δουλειάς σου. Εφόσον είσαι «στα φώτα» και ο κόσμος θέλει να σε γνωρίσει, σε κάποια στιγμή θα προκύψει και μία τέτοια προβολή.
Βέβαια, υπάρχει και το άλλο: Για ποιον λόγο μπορεί να σε θέλουν. Είσαι εξώφυλλο για τη δουλειά σου; Είσαι εξώφυλλο γι’ αυτό που πρεσβεύεις ως άνθρωπος; Ή για την προβολή της προσωπικής σου ζωής και για κουτσομπολιό;
_Για ποιον λόγο θα ήθελες εσύ να σε επιλέξουν για εξώφυλλο;
Δεν πιστεύω ότι είμαι κανένας σοφός… αλλά αν έπρεπε να επιλέξω, θα ήθελα το δεύτερο. Και το λέω αυτό, γιατί τη δουλειά μου, ενώ για μένα είναι σημαντική, μπορεί να μην την ενστερνίζονται όλοι. Παρόλα αυτά, έχω μία άποψη, και είναι όλοι καλοδεχούμενοι να καθίσουμε και να συζητήσουμε.
Το τρίτο το έχω απορρίψει. Θα μπορούσα να το κάνω πολύ εύκολα, αλλά δεν το κάνω – και δεν μ’ ενδιαφέρει κιόλας…
Νομίζω ότι έχει σημασία το τι βγάζεις μέσα από ένα ρόλο που κάνεις, πώς τον προσεγγίζεις, αλλά και πώς διαχειρίζεσαι αυτή την αναγνώριση που φέρνει η δουλειά. Εμένα μου αρέσει η δουλειά μου, είναι σαν να παίζω ποδόσφαιρο – το απολαμβάνω! Γι’ αυτό απολαμβάνω ακόμα και τα πράγματα που γίνονται εκτός της δουλειάς, με αφορμή τη δουλειά. Μ’ αρέσει πάρα πολύ να μιλάω με τους ανθρώπους, μαθαίνω από αυτούς, δεν μαθαίνουν αυτοί από μένα… Επιλέγω, λοιπόν, το δεύτερο γιατί, πολύ απλά, είναι το ανθρώπινο.
_Πάντως, και για τον δημοσιογράφο έχει σημασία να μπορεί να κάνει μια ωραία συζήτηση, να ξέρει ότι ο συνεντευξιαζόμενος μπορεί να ανταποκριθεί και σε μη αναμενόμενες ερωτήσεις.
Για μένα δεν υπάρχουν καλές και κακές ερωτήσεις· υπάρχουν καλές και κακές απαντήσεις. Ακόμα κι αν ο άλλος σου κάνει μια ερώτηση για τα προσωπικά, υπάρχει τρόπος να περάσεις αυτό που θέλεις. Μπορεί, βέβαια, να θέλεις να απαντήσεις για τα προσωπικά σου – αλλά μπορείς να το κάνεις με μια αξιοπρέπεια, δίνοντας μια απάντηση που δεν θα είναι «πουλημένη».
Πρέπει να είσαι καθ’ όλα προετοιμασμένος να απαντήσεις και σε ερωτήσεις που ίσως να μη σου αρέσουν. Από εσένα εξαρτάται το πώς και τι θα πεις. Εγώ θεωρώ ότι τα πράγματα στη ζωή τα φτιάχνουμε εμείς, δεν είναι έτοιμα.
Γι’ αυτό, είμαι ανοιχτός σε όλες τις ερωτήσεις, σέβομαι και τιμώ τη δουλειά του άλλου. Εξάλλου, μπορεί μια ερώτηση που θα μου κάνεις να με πάει πιο μπροστά στη ζωή μου. Γιατί να το αναιρέσω αυτό;
_Υπάρχει κάτι που βαρέθηκες να απαντάς; Που όταν το ακούς, λες «Όχι πάλι αυτό, ρε παιδιά…».
Όχι. Νομίζω ότι, με ένα μαγικό τρόπο, όταν δίνω συνεντεύξεις, δημιουργείται ένα τοπίο που στηρίζεται περισσότερο στο να κάνουμε μια συζήτηση, και όχι στο «πάμε να ψαρέψουμε» πράγματα που, πραγματικά, είναι εντελώς ανούσια για όλους μας. Φταίει το παρουσιαστικό μου; Δεν ξέρω τι φταίει ακριβώς…
_Δεν θα στεναχωρηθείς, λοιπόν, που δεν θα σε ρωτήσω αν παντρεύτηκες κρυφά… (γέλια)
Είδες πόσο ωραία το προσπερνάμε;
_Γενικώς, σε βρίσκω ρομαντικό στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεις τα πράγματα και αναρωτιέμαι αν αυτό είναι καλό για έναν άνθρωπο με τη δική σου δουλειά – μια δουλειά με πολύ σκληρό ανταγωνισμό από πίσω…
Νομίζω ότι, πλέον, μπορώ να αναγνωρίσω τις «μυρωδιές» της δουλειάς – ενός πλατό, μιας σκηνής θεάτρου… Στα 9 μου, είχα μια κάμερα μπροστά μου!
Είμαι ρομαντικός, γιατί το έζησα ρομαντικά όλο αυτό. Προφανώς, όταν αρχίσεις να μεγαλώνεις, βλέπεις ότι υπάρχουν κι άλλοι που έχουν το ίδιο όνειρο με σένα, είναι πιο «φρέσκοι» από σένα, είναι ίσως πιο κατάλληλοι από σένα σε κάποια χρονική στιγμή.
Για μένα, η απομυθοποίηση αυτής της δουλειάς ήρθε νωρίς. Έχω δει ανθρώπους να φεύγουν γιατί ξέφυγαν, έχω δει ανθρώπους πολύ καλούς να φεύγουν γιατί δεν άντεξαν, έχω δει διάφορα… Οπότε, έχω μνήμες που δεν είναι απλά μνήμες ενός πιτσιρικά, είναι μνήμες που έμειναν χαραγμένες, με διαμόρφωσαν…
Είναι ένας μαραθώνιος αυτή η δουλειά, είναι μια σχέση που την παντρεύεσαι. Πρέπει, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, να την αναζωπυρώνεις. Γιατί, ναι, θα σε θρέψει για κάποιο διάστημα, όμως δεν θα είναι πάντα το ίδιο. Πρέπει να επιλέγεις να συνεργάζεσαι με ανθρώπους που, κάθε φορά, θα σε πάνε μπροστά.
_Αυτό, όμως, είναι πάντα στο χέρι σου;
Όχι, δεν είναι πάντα στο χέρι σου. Αλλά αυτή τη στιγμή, που είναι κάπως στο χέρι μου, θα το κάνω.
Αν δεις το βιογραφικό μου, στο θέατρο τουλάχιστον, έχω συνεργαστεί με λίγους σκηνοθέτες, χωρίς να έχουν κάνει απαραίτητα όλοι πολλά πράγματα. Αλλά τους είχα επιλέξει, γιατί είχαν ένα όραμα – κι εγώ πιστεύω στο όραμα και στο ανθρώπινο του πράγματος.
Μπορεί να μου έρθει κάποιος με την καλύτερη πρόταση, αλλά να είναι «αποξενωμένος». Θα πω «όχι», γιατί δεν μπορώ να δουλέψω σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν θα περάσω καλά.
Τώρα, στην ηλικία που είμαι, έρχεται η δουλειά και μου λέει «Φίλε Γιώργο, ήρθε κι εσένα η ώρα σου να δεις μια παλέτα που δεν είχες πριν. Τι θα κάνεις;». Δεν σου λέω ότι αυτό δεν είναι ένα χαοτικό πράγμα. Πώς να πω «όχι», πώς να πω «ναι»; Εν τέλει, όμως, λειτουργεί το ένστικτο. Και βγαίνει!
Κι ένα τελευταίο, για τον ανταγωνισμό που με ρώτησες: Εγώ τη δουλειά τη φοβάμαι, όσο με φοβάται κι εκείνη.
_Δηλαδή;
Είναι λογικό να φοβάσαι ότι αύριο μπορεί να μην είσαι εδώ. Αν εσύ, όμως, κάνεις καλή δουλειά, θα είσαι πάντα εκεί.
Αυτή η δουλειά είναι µια σχέση που την παντρεύεσαι. Πρέπει, ανά τακτά χρονικά διαστήµατα, να την αναζωπυρώνεις.
_Παρατηρώντας σε λίγο προηγουμένως που περπατούσαμε έξω, στον δρόμο, θα έλεγα ότι με την αναγνωρισιμότητα είσαι μάλλον χαλαρός…
Έτυχε στη ζωή μου να ασχοληθώ με μια δουλειά, η οποία συνοδεύεται και από αναγνώριση από εκείνους που σε παρακολουθούν. Την έμαθα από μικρός αυτή την αλληλένδετη σχέση μεταξύ κοινού και ηθοποιού, ακόμα κι αν είναι ένας καλός ή ένας κακός σχολιασμός. Μάλιστα, το έχω πει και σε άνθρωπο: «Αντί να κάθεσαι εκεί και να σχολιάζεις, έλα εδώ να τα πούμε!».
Η δική μας δουλειά είναι στιγμές. Γι’ αυτές τις στιγμές ζούμε… Ε, δεν μπορείς να το σπουδάζεις, να έχεις το όνειρο να ανεβείς σε μια σκηνή, και να έχεις και την απαίτηση να μη σου μιλάει ο κόσμος. Μου θυμίζει εκείνα τα τριαντάφυλλα, που τα έχουνε ψεκάσει με διάφορα, τα καημένα, τα βάζουν σε κάτι γυάλες και σου λένε «κρατάνε δύο χρόνια». Μα γιατί να κρατήσουν δύο χρόνια; Εγώ θέλω να έχει «ζωή» αυτό το πράγμα, για να μπορέσω μετά να πάρω άλλο!
Όπως κράτησαν τρία χρόνια οι «Μέλισσες», τώρα ήρθε ο «Σασμός». Ε, δεν μπορείς να συνεχίσεις με «μαραμένα» φύλλα, πρέπει να τα ανανεώσεις!
_Πώς ήταν για σένα η ένταξη στον «Σασμό» του Alpha, σε μια σειρά που ήταν ήδη πολύ πετυχημένη; Αυτό σου δημιούργησε καθόλου άγχος;
Ξέρεις τι μου θυμίζει αυτό… κάτι ανθρώπους που ζούνε στο βουνό και, όταν τους ρωτήσεις γιατί δεν πάνε στη θάλασσα, σου λένε «μα είναι φουρτουνιασμένη, κι εγώ κρυώνω…». Μα αφού δεν έχεις πάει να δεις! (γέλια)
Κανένα άγχος δεν είχα, γιατί και με αγκάλιασαν αμέσως όλοι οι συντελεστές, αλλά και γιατί μπήκα με τη διάθεση να δώσω ό,τι καλύτερο μπορώ σε μια σειρά που έχουν ήδη κάνει επιτυχημένη οι συνάδελφοί μου. Αυτό που ήθελα, και νομίζω τα έχω καταφέρει, ήταν να μπορέσω να ενταχθώ σε αυτή την «οικογένεια» – και σε επίπεδο σειράς, αλλά και σε προσωπικό επίπεδο.
_Είσαι από τους ανθρώπους που θα καθίσουν να δουν τον εαυτό τους;
Η τηλεόραση μπορεί να διορθώνει τα λάθη της. Μπορεί κάτι που έκανες σε ένα επεισόδιο να μη σ’ αρέσει. Το βλέπεις και το διορθώνεις.
Φυσικά και θα καθίσω να δω! Πρώτα-πρώτα, δεν κοιτάω μόνο τον εαυτό μου, κοιτάω και το σύνολο. Κοιτάω το σύνολο, για να καταλάβω τι ακριβώς διακυβεύεται, αλλά και γιατί μπορεί να «κερδίσω» κάτι από ένα συνάδελφό μου, το οποίο εγώ δεν ήξερα. Ή μπορεί να πω «Τι ωραία που έκανε αυτή τη σκηνή! Να θυμηθώ να τον ρωτήσω».
Το μεγαλύτερο λάθος που κάνουμε στη δουλειά μας είναι ότι δεν ρωτάμε, τα ξέρουμε όλα! Οι ερωτήσεις μάς πάνε μπροστά στη ζωή μας.
_Ακόμα ρομαντικός μου ακούγεσαι, να ξέρεις…
Ο ρομαντισμός, όμως, έχει κάτι διαφορετικό όταν έχει να κάνει με τη δουλειά. Γιατί εγώ ξέρω τι θέλω, ξέρω τι θέλω να πετύχω. Παρακολουθώ, λοιπόν, τις σειρές που παίζω. Μόνο τις θεατρικές μου παραστάσεις δεν βλέπω.
_Μίλησέ μου για τον Λευτέρη Ορφανό του «Σασμού». Ή «Γιώργο Βιδάλη»…
Ο Λευτέρης Ορφανός ή Γιώργος Βιδάλης είναι λίγο σαν τον πολυμήχανο Οδυσσέα, ο οποίος είναι αναγκασμένος να περάσει τη δοκιμασία μέσα από διάφορα στάδια, τα οποία δεν έχει επιλέξει απαραίτητα. Κι όμως, μέσα από κάθε στάδιο κερδίζει και κάτι. Όπως το γεγονός ότι πρέπει να είναι πολυδιάστατος, να παραμένει στοχο-προσηλωμένος, να είναι ψεύτικος και αληθινός ταυτόχρονα. Ή ότι μπορεί να υπάρξει ερωτευμένος…
_Μα είναι όντως ερωτευμένος;
Ααα… αυτό δεν θα σου το απαντήσω!
Το θέμα είναι ότι ο ίδιος καλείται να παίξει γενικώς ένα ρόλο, κι εμείς πρέπει να δούμε πόσο ο ρόλος αυτός μπορεί να τον επηρεάσει, ακόμα και να τον εξελίξει. Περιμένουμε να δούμε αν αυτά τα στοιχεία που έχει προσθέσει στον «ρόλο» του, είναι και πραγματικά του στοιχεία…
_Θα επιμείνω λίγο στο θέμα της Θεοδώρας και του Λευτέρη. Εμένα θα μου φαινόταν απόλυτα λογικό να την έχει ερωτευτεί, είναι μια πολύ ωραία κοπέλα – άσχετα αν μέσω εκείνης μπορεί να μαθαίνει και χρήσιμες πληροφορίες…
Νομίζω ότι, στη σχέση που βλέπουμε να αναπτύσσεται μεταξύ Θεοδώρας και Λευτέρη, πέραν του παρουσιαστικού (αν και τον συγκεκριμένο ήρωα δεν νομίζω ότι τον ενδιαφέρει αυτό τόσο), ο Λευτέρης βλέπει στα μάτια της την ίδια πληγή που κρύβει κι εκείνος.
Αλλά είναι ακόμα νωρίς, όλοι οι ρόλοι εξελίσσονται. Δεν αποδεικνύουμε μέσα σε μία μέρα τι έχουμε να κάνουμε μέσα στη σειρά. Αυτό ήταν που μου άρεσε και στον Λευτέρη: αυτή η «εξελικτικότητα» του χαρακτήρα. Ακόμα κι αν έχεις διαβάσει τα παρακάτω επεισόδια, τα επεισόδια «λόγια» είναι – το θέμα είναι τι θες να κάνεις εσύ.
_Πάντως, μια και συγκρίνεις τον Λευτέρη με τον Οδυσσέα… Αν σκεφτούμε λίγο την «Οδύσσεια», υπήρξαν πολλές περιπτώσεις που ο ήρωας κινδύνευσε σοβαρά να «ξεστρατίσει»…
Ναι, αλλά είχε ένα μαγικό τρόπο να ξεπερνά τα εμπόδια που έρχονταν στον δρόμο του – τις Σειρήνες, ας πούμε. Μήπως μια Σειρήνα είναι και η Θεοδώρα…;
_Δεν τον παρασύρει, όμως, μόνο εκείνη. Βλέπουμε και τον ίδιο να επιδιώκει να την προσεγγίσει.
Και ο Οδυσσέας κάθισε 7 χρόνια με την Καλυψώ. Κάτι θα του άρεσε… (γέλια)
_Ξέρεις τι γίνεται, πολλές φορές… κάποιοι ηθοποιοί ταυτίζονται τόσο πολύ με ένα ρόλο, που μετά δεν μπορείς να τους δεις αλλού. Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει εδώ.
Είναι πολύ σημαντικό που μου το λες, αλλά πρέπει να το δούμε και λίγο λογικά: είναι δυνατόν κάποιοι άνθρωποι, που τους είχες συνηθίσει σε κάτι συγκεκριμένο, να μεταλλαχθούν σε μία νύχτα; Να ασπρίσουν τα μαλλιά τους, να γεράσουν; Να αλλάξουν γενικώς;
_Αν ήταν, λοιπόν, να σκιαγραφήσουμε τον Λευτέρη;
Ο Λευτέρης είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι έχει πιάσει τόπο η εκπαίδευσή του, για να μπορέσει να παίξει κάποιους ρόλους – γιατί περί ρόλου πρόκειται… Ο ίδιος, στην πραγματικότητα, μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που κοινωνικά δεν τον «ακουμπάς» εύκολα, ένας άνθρωπος μόνος, που δεν εξωτερικεύει όλα εκείνα που τον πληγώνουν, δεν φανερώνει τις «χαρακιές» που έχει από προηγούμενες πληγές. Γι’ αυτό και η Θεοδώρα μπορεί να είναι ένα «φως» γι’ αυτόν τον ήρωα, όπως αντίστοιχα και εκείνος για τη Θεοδώρα.
Νομίζω ότι, όσο μεγαλώνουμε, πέρα από τον έρωτα, έρχεται πια και η αναγνώριση τού τι κρύβουμε εμείς οι ίδιοι. Κι αυτό, κάποια στιγμή, ίσως να το πούμε σε έναν άνθρωπο με τον οποίο αισθανόμαστε οικεία, χωρίς να τον γνωρίζουμε πάρα πολύ. Γι’ αυτό πολύ συχνά θα «στραβοπατά» αυτός ο ήρωας.
Το θέμα της αποκάλυψης της διπλής ταυτότητας μπορεί να «περάσει» με κάποιον τρόπο, γιατί το ένα ψέμα ο άλλος μπορεί να το χάψει εύκολα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ξεχνιέται. Συνεχώς θα προκύπτει κι άλλο ένα ψέμα, το οποίο θα έρχεται να προστεθεί στα προηγούμενα…
Ο Λευτέρης καλείται να σταθεί ανάλογα και απέναντι στον Ευθύμη Φαρμάκη, ώστε εκείνος να τον εμπιστευτεί και, έτσι, να μπορέσει να εισχωρήσει πιο βαθιά – όχι σ’ αυτά που κάνει ο Φαρμάκης, αλλά στον ίδιο τον Φαρμάκη. Είναι λίγο σαν το «Seven», ρε παιδί μου… Γίνονται μεν τα πράγματα, αλλά δεν μας ενδιαφέρει το πώς γίνονται· με ενδιαφέρει να προλάβω τη σκέψη του αλλουνού, ώστε να μη φτάσουν να γίνουν!
Παρομοιάζω, λοιπόν, τον Λευτέρη με τον Οδυσσέα, γιατί πρέπει να κάνει όλο αυτό το ταξίδι και να περάσει τις δοκιμασίες, για να μπορέσει να κάνει σασμό με τον εαυτό του.
Όλοι οι ρόλοι εξελίσσονται. Δεν αποδεικνύουµε µέσα σε µία µέρα τι έχουµε να κάνουµε µέσα σε µια σειρά.
_Τα social media, και ειδικά το twitter, έχουν καταστεί πλέον ένα είδος «μονάδας μέτρησης» της επιτυχίας μιας σειράς – και η αλήθεια είναι ότι ο «Σασμός» απασχολεί πολύ τους χρήστες. Έχεις διαβάσει κάτι για σένα που να το θυμάσαι;
Προφανώς, με την έξαρση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στα social και με το γεγονός ότι ο καθένας έχει πρόσβαση σε αυτά και μπορεί να γράψει ό,τι θέλει –είτε καλό, είτε κακό–, έχω ακούσει όλων των ειδών τα σχόλια. Επιλέγω να κοιτώ από απόσταση. Στη ζωή, καμιά φορά είναι καλύτερο να «ψαρεύεις», δεν χρειάζεται να μπεις και στη θάλασσα…
Βέβαια, μέσα σ’ αυτό τον χαοτικό κόσμο, η μυθοπλασία έδωσε την ευκαιρία σε κάποιους ανθρώπους να αναδείξουν ένα ταλέντο που είχαν κρυμμένο, τη γραφή. Άρχισαν, λοιπόν, να βλέπουν με μια διαφορετική ματιά τη μυθοπλασία, κάνοντας πλέον ένα διαφορετικό σχολιασμό, με μια φρέσκια ματιά, η οποία αποδείχθηκε ευεργετική και για εκείνους, αλλά και για μας.
Πρέπει να πω ένα πολύ μεγάλο «ευχαριστώ» σε αυτούς τους ανθρώπους που ασχολήθηκαν τόσο πολύ με τη μυθοπλασία, γιατί μέσα από τη δική τους ανάλυση και τη δική τους σκέψη, παίρναμε πράγματα που και εμείς οι ίδιοι δεν είχαμε σκεφτεί. Το «σκέφτομαι» είναι το ρήμα της εποχής μας – και η μυθοπλασία κατάφερε να το εντάξει στην καθημερινότητά μας. Και χαίρομαι πάρα πολύ που οι άνθρωποι αυτοί μας ακολουθούν και στα επόμενα βήματά μας. Πιο ρομαντικό από αυτό δεν υπάρχει…
_Έχεις υποδυθεί κυρίως δραματικούς, πολύπλοκους ρόλους. Η κωμωδία σου ταιριάζει, πιστεύεις;
Αν δεν δοκιμάσεις, δεν θα μάθεις! Επιπλέον, κάθε φορά παίζει σημαντικό ρόλο όχι τόσο το τι θα κάνεις εσύ, αλλά το πώς θα είναι το σύνολο – το κείμενο, οι άνθρωποι στις διάφορες θέσεις… Έτσι πάει.
Εμένα μου έτυχε να κάνω περισσότερους δραματικούς ρόλους, αλλά έχω κάνει, ας πούμε, και «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» του Μποστ. Εξαιρετικό κείμενο! Έτσι μέτρησα και τις δυνάμεις μου, είδα τα λάθη μου… κατάλαβα ότι και στις κωμωδίες οι ρόλοι είναι πολυδιάστατοι. Η κωμωδία είναι επίσης πολύ δύσκολο είδος, το οποίο χρειάζεται εξίσου πολλή δουλειά.
Βέβαια, στην κωμωδία υπάρχει και το δράμα, αλλά και στο δράμα υπάρχει κωμωδία! Στην πραγματικότητα, δεν τα διαχωρίζω.
_Φέτος, λοιπόν, είσαι στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη, στο έργο «Διάλεξε τον θάνατό σου, αγάπη μου»,. Πρόκειται για αστυνομική κομεντί. Υποδύεσαι τον Πωλ Κορμπάν, ο οποίος είναι ένας τύπος…
…ένας ζιγκολό της εποχής! Γιατί δεν το λες; (γέλια)
Πρώτα απ’ όλα, όταν μια γυναίκα, όπως η κυρία Κάτια Δανδουλάκη, η οποία είναι τόσα χρόνια στο θέατρο, σε καλεί και σου λέει «Γιώργο, θέλω να είμαστε μαζί τον χειμώνα», το μοναδικό που έχεις να κάνεις είναι να ακολουθήσεις. Κι αυτό, γιατί έχεις μόνο να μάθεις – πέρα από την τιμή που νιώθεις.
Μετά, έχεις δύο μετρ του είδους, τον Μιχάλη Ρέππα και τον Θανάση Παπαθανασίου, που έχουν διαμορφώσει ένα έργο, το οποίο είναι «τρίλιζα», είναι «φιδάκι». Έχει συνέχεια ανατροπές, συνεχώς λες «τι έγινε τώρα εδώ;»… Και όλο αυτό, σε μια σκηνοθεσία φιλμ νουάρ. Και με ένα φοβερό θίασο…
Πρόκειται για μια αστυνομική κομεντί με εξαιρετικό ενδιαφέρον για τον θεατή, γιατί τον βάζει σε διαδικασία να γίνει ο ίδιος αστυνόμος. Επιπλέον, έχει ένα ανατρεπτικό πρώτο μέρος, με πολλές ιστορίες που αναδεικνύουν κρυφά σημεία, ακόμα και για την ίδια την ηρωίδα. Και έρχεται μετά ένα δεύτερο μέρος, το οποίο σε κάνει να νιώθεις ότι τόση ώρα έβλεπες ένα όνειρο, και σε μπερδεύει – εδώ μπερδευόμαστε εμείς… (γέλια)
_Συναρπαστικό μου ακούγεται…
Είναι όμορφο να παρακολουθείς μια παράσταση, η οποία σε κρατά σε εγρήγορση και σε βάζει στη διαδικασία να συλλέγεις στοιχεία. Γιατί κυρίως τα αστυνομικά έργα χρειάζονται πρώτα αυτή τη «θέρμανση» – πρέπει πρώτα να καταλάβεις τι γίνεται, για να μπεις μέσα στο έργο. Νομίζω ότι αυτό το πετυχαίνει η συγκεκριμένη παράσταση, τουλάχιστον έτσι όπως το ζω εγώ πάνω στη σκηνή. Εύχομαι να το ζήσουν και οι θεατές.
_Συζητώντας οι δυο μας πριν, μου είπες ότι οι πρόβες είναι το αγαπημένο σου κομμάτι. Τι έχεις «κρατήσει», λοιπόν, παρατηρώντας τους –πραγματικά σημαντικούς– συμπρωταγωνιστές σου στις πρόβες αυτής της παράστασης;
Την προσήλωση. Και το γεγονός ότι παραμένουν παιδιά – κάτι που ξεκινά, βέβαια, από την Κάτια. Είναι μοναδικό να βλέπεις ένα άνθρωπο, ο οποίος έχει τεράστια εμπειρία στην τηλεόραση, στο θέατρο και στον κινηματογράφο, έχει δικό της θέατρο, είναι θιασάρχης, να έχει ενέργεια για τρεις θιάσους! Αυτή η αστείρευτη ενέργεια περνάει και στην πρόβα, και ο καθένας βάζει το δικό του λιθαράκι…
Τι να πω για τον Πάνο Σταθακόπουλο, ο οποίος έχει φάει την κωμωδία με το κουτάλι και είναι πάντα «εκεί»; Για την Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, η οποία έχει πάντα κάτι καλό να σου πει, σε ακούει και συζητά μαζί σου; Για την Κοραλία Καράντη, η οποία επίσης κουβαλάει τόση εμπειρία; Και είναι, φυσικά, και ο Θανάσης και ο Μιχάλης, οι οποίοι αγαπάνε τους ηθοποιούς. Με κορωνίδα, πάντα, την ίδια την Κάτια! Δεν είχα την τιμή να ζήσω πολλές φορές σε ένα τέτοιο περιβάλλον…
Είναι αυτό που λέμε «περνάμε πολύ καλά στα παρασκήνια»… αλλά εδώ πραγματικά ισχύει!
_Φέτος έκανες και κινηματογράφο, τον «Καπετάν Μιχάλη», μαζί με τον Αιμίλιο Χειλάκη.
«Καπετάν Μιχάλης» του Καζαντζάκη. Από μόνο του, αυτό τα λέει όλα!
Πήραμε τα δικαιώματα ως Έλληνες μετά από πάρα πολλά χρόνια και, επιτέλους, γίνεται ταινία το συγκεκριμένο έργο. Τι να σου πω γι’ αυτό… Εδώ είναι άνθρωποι που διαβάζουν χρόνια Καζαντζάκη, και δεν μπορούν να αντιληφθούν σε βάθος αυτό το έργο…
Είναι μεγάλη η τιμή που μου έκανε ο σκηνοθέτης, ο Κώστας Χαραλάμπους, να με εντάξει στην ομάδα αυτής της ταινίας. Ο ρόλος που υποδύομαι, ο Διαμαντής, είναι μέθυσος, είναι σκληρός, και έχει μία αμφιλεγόμενη σχέση με την αδελφή του, σε μια πολύ ιδιαίτερη κοινωνία εκείνης της εποχής μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων.
Τι άλλο να σου πω… Για τα φοβερά μέρη; Αυτό που εγώ σίγουρα κρατάω, είναι η άγρια ομορφιά των βουνών της Κρήτης, η οποία συνδυάζεται απόλυτα με την ομορφιά του κειμένου του Καζαντζάκη.
_Πάντως, η Κρήτη σε «κυνηγάει» φέτος…
Ναι, με κυνηγάει όμορφα – ευτυχώς! Λες «πώς τα φέρνει η ζωή, καμιά φορά…».
Βασικά, και οι τρεις δουλειές στις οποίες είχα την τύχη να συμμετέχω φέτος, είναι ένα παζλ που φτιάχτηκε πολύ όμορφα, που ήρθε και κούμπωσε. Ήταν μεν διαφορετικές δουλειές, αλλά είχαν και κάποια σημεία κοινά, υπήρχαν αυτά τα «νήματα»… Σαν τον Οδυσσέα, που ένωσε όλα τα νήματα στο τέλος, περνώντας το βέλος μέσα από τους πέλεκεις.
_Τελικά, όλα ταιριάζουν με τον Οδυσσέα!
Μα πάντα ταιριάζουν όλα!